Guest

Παραγωγοί ή σερβιτόροι;

Σήμερα, τα ψωμάκια που καταναλώνονται, κατά εκατοντάδες χιλιάδων, στη Ρόδο, εισάγονται, όλα, ως κατεψυγμένη ζύμη, από την Κίνα, το Μαρόκο, την Πολωνία (βλ. και «Κ» 22.4.2006). Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες έγινε εισαγωγή από την Κίνα και κατεψυγμένων μερίδων μουσακά! Ναι, ακόμα και ο προβαλλόμενος στην τουριστική αγορά σαν σύμβολο της ελληνικότητας μουσακάς, εισάγεται πια «προκάτ» από την Κίνα.

Δεκαετίες τώρα, όλα τα μικροαντικείμενα που αγοράζουν οι τουρίστες ως «ενθύμια» από την Ελλάδα, είναι όλα εισαγόμενα από χώρες με εξαιρετικά χαμηλό κόστος εργασίας: Ταϊβάν, Κίνα, Ταϊλάνδη: Εκεί παράγονται μαζικά τα ίδια σταχτοδοχεία ή πορτοφολάκια ή μπλουζάκια ή αγαλματίδια ή βαζάκια ή ό,τι άλλο ευτελές και ανυπόφορα ακαλαίσθητο, με τυπωμένο ή χαραγμένο ή έκτυπο τον Παρθενώνα ή το Κολοσσαίο ή τον πύργο του Αϊφελ – αναλόγως σε ποια χώρα θα πουληθούν.

Λέμε, με τις φανταχτερές παρόλες που φτιασιδώνουν την ντροπή και παρακμή μας, ότι «ο τουρισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία». Και στην πράξη οργανώνουμε την υποδοχή των ξένων επισκεπτών και παραθεριστών αντιγράφοντας τις πρακτικές και τη νοο-τροπία χωρών δραματικής υπανάπτυξης ή αποφασισμένων να ελκύουν μάζες πολύ χαμηλής καταναλωτικής ευχέρειας, αμφίβολης ή ανύπαρκτης καλλιέργειας, διψασμένες για κτηνώδη μεθύσια και παρανοϊκούς βανδαλισμούς. Οπως σε κάθε τομέα του κρατικού μας βίου έτσι και στον τουρισμό μάς εξευτελίζει η επαρχιώτικη ξιπασιά μας: Μας γυάλισαν τα μεγάλα, απρόσωπα (πανομοιότυπα διεθνώς) ξενοδοχειακά συγκροτήματα στρατωνισμού των τουριστικών κοπαδιών, όχι το παράδειγμα της Ιρλανδίας, Φινλανδίας, Ελβετίας: η ανθρώπινη σχέση με τον επισκέπτη.

Αν τα ψωμάκια και ο «μουσακάς» της Ρόδου θα εισάγονται ή όχι από την Κίνα, αν τα ξενοδοχεία μας θα είναι ισοπεδωτικές καζάρμες δίχως ίχνος από τη φιλόξενη ελληνική «εστία», αν το ξενοδοχειακό προσωπικό θα σαρκώνει το ήθος της ελληνικής ζεστής αμεσότητας ή αν θα συγκροτείται από κάθε καρυδιάς αλλοδαπό καρύδι μόνο για χάρη της φτηνής «μαύρης εργασίας», όλα αυτά προϋποθέτουν χάραξη μιας κεντρικής πολιτικής τουρισμού, με διάρκεια και συνέπεια. Μιλάμε δηλαδή για το εξ ορισμού ανέφικτο, αφού οι έννοιες «σύγχρονη Ελλάδα», «κεντρική πολιτική βούληση» και «συνέπεια με διάρκεια» είναι ασύμβατες και ασύμπτωτες. Δεν κατορθώσαμε να τις συνταιριάξουμε ούτε σε πεδία που καμωνόμαστε ότι μας καίνε: στην παιδεία, λ.χ., ή στην υγεία – πρόνοια – ασφάλιση.

Ωστόσο, για τη χαρά και μόνο της ομορφιάς του ονείρου, ας μιλήσουμε, λίγο ακόμα, για το ανέφικτο: Για έναν υπουργό Τουρισμού, που θα έχει επιλεγεί όχι με κριτήρια θηλυκών καλλιστείων βιτρίνας ούτε για να καλύψει με ρουσφέτια κάποια εκλογική περιφέρεια. Υπουργό που θα επιλεγεί για να αποκαταστήσει την ιδιοπροσωπία της ελληνικής φιλοξενίας και αρχοντιάς σε κάθε παραμικρή πτυχή της οργανωμένης υποδοχής των ξένων επισκεπτών στην Ελλάδα. Υπουργό συνεπή στη θεμελιώδη αρχή: να προσφέρεται η απαρόμοιαστη ομορφιά της ελληνικής γης και θάλασσας στοχεύοντας σε επισκέπτες με υψηλή καλλιέργεια – π.χ. στον φυσιολατρικό τουρισμό, στον αρχαιολογικό – ιστορικό, στον σπηλαιολογικό, θρησκευτικό, συνεδριακό κ.λπ. ΄Η, με άκρα συγκατάβαση, και σε επισκέπτες που είναι διατεθειμένοι αυτή την ομορφιά να την πληρώσουν χρυσάφι.

Αρχή απαρέγκλιτη: Ο,τι προσφέρεται ως έδεσμα και ως ενθύμιο στους επισκέπτες, να είναι μόνο χειροποίητο, εγχώριας παραγωγής, με εγχώρια υλικά. Ο,τι προσφέρεται ως κατάλυμα, να αποτυπώνει την πείρα – σοφία, δηλαδή τη λειτουργική αισθητική, του ελληνικού αρχιτεκτονήματος (αυτονοήτως με σύγχρονα υλικά). Μιλάμε για πολιτική με συνέπεια, επομένως οι κραυγαλέες, προκλητικές περιπτώσεις τερατωδών ξενοδοχειακών μονάδων, που καταστρέφουν την ιδιομορφία του ελληνικού τοπίου και κλίματος, θα μπουν σε μακροπρόθεσμο (αλλά συνεπές) πρόγραμμα κατεδάφισης. (Αρχίζοντας από το υβριστικό ασέλγημα, απέναντι στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, μουσείο – μνημείο ξιπασμένου επαρχιωτισμού, με μοναδική χρηματολάγνο στόχευση τον εντυπωσιασμό χαύνων τουριστών. Προϋπόθεση για σοβαρή πολιτική τουρισμού στην Ελλάδα, η επιστροφή στην πρόταση Κρόκου για το μουσείο της Ακρόπολης).

Καίριο ρόλο σε μια τέτοια πολιτική θα κληθεί να παίξει και ο επαγγελματικός κλάδος των ξεναγών, όπως και η ποιότητα του εκδοτικού υλικού ταξιδιωτικών οδηγών και χαρτών. Η μέριμνα και ο έλεγχος από το αρμόδιο υπουργείο της εκπαίδευσης των ξεναγών, η ποιοτική αξιολόγηση του έργου τους και η αποτίμηση της ποιότητας των εντύπων που προσφέρονται ως οδηγοί στους επισκέπτες, είναι ζωτικής σημασίας για το επίπεδο σοβαρότητας της πολιτικής για τον τουρισμό.

Το ερώτημα είναι: οι Ελληνες θέλουμε να δουλέψουμε, μας δίνει χαρά και νόημα ζωής η δημιουργική δουλειά, η καινοτομία, η ρηξικέλευθη πρωτοβουλία, η επιδίωξη της ποιότητας; Μας ενδιαφέρει να γίνουν πεντακόσιοι φούρνοι στη Ρόδο ή προτιμάμε τα ψωμάκια και ο μουσακάς να μας έρχονται από την Κίνα και εμείς να θεωρούμε προνόμιο μια θέση σερβιτόρου ή καμαριέρας στην απρόσωπη τουριστική βιομηχανία;

Ετσι που δείχνουν τα πράγματα, ίσως και μόνο η πολιτική βούληση να πάρουμε στα χέρια μας τον τουρισμό, να τον οργανώσουμε όπως εμείς ξέρουμε και μπορούμε (ξέρουμε από αιώνων παράδοση φιλοξενίας και μπορούμε από φιλότιμο πείσμα), θα αρκούσε για να χτυπηθεί καίρια η ανεργία και να ανακάμψει η αυτοπεποίθηση του Ελληνα.

Αυτά, για τη χαρά και μόνο της ομορφιάς του ονείρου.

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης (Παρίσι).

Δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας.

Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.

Παραγωγοί ή σερβιτόροι;

του Χρήστου Γιανναρά.

Μικρομαγαζάτορας στη Ρόδο, οξυνούστατος και προσγειωμένος, καταθέτει:

Την περασμένη χρονιά (2013) καταγράφηκαν στη Ρόδο τρία εκατομμύρια οκτακόσιες χιλιάδες διανυχτερεύσεις επισκεπτών. Το ελάχιστο από όσα θα καταναλώσει ένας επισκέπτης σε κάθε εικοσιτετράωρη παραμονή του στο νησί, είναι, οπωσδήποτε, ένα ψωμάκι – ένα από τα μικρά στρογγυλά αρτίδια που συνοδεύουν κάθε πρόγευμα – γεύμα – δείπνο σε ξενοδοχείο ή ενοικιαζόμενο κατάλυμα.

Για να παράγονται στη Ρόδο καθημερινά 3.800.000 ψωμάκια (η ελάχιστη αναγκαία για τους επισκέπτες ποσότητα) χρειάζονται περίπου 500 φούρνοι. Τόσοι φούρνοι για να λειτουργήσουν, ως παραγωγή και εμπορία, προϋποθέτουν και συνεπάγονται τουλάχιστον 1.500 έως 2.000 θέσεις εργασίας. Η διακίνηση των υλικών που απαιτούνται για την παραγωγή των αρτιδίων και την οργάνωση της προώθησής τους στην αγορά, θα προϋπέθετε άλλους τόσους ανθρώπους στη δουλειά.