Ο παράφορος έρωτας της, το πυρπολημένο σώμα του.
Στους περαστικούς ωστόσο αφανέρωτος,
δεν τον κατάλαβαν τα άνυδρα βλέμματα τους.
Κατέβηκε εικόνα όμοια
άλλων τρελαμένων που προηγήθηκαν στις πυρπολήσεις τους,
μεθυσμένη από τα αφημένα ποτά τους.
Ο αέρας τής θάλασσας θα δρόσιζε το κορμί της,
η αναμονή τής ανάσας του, την έφερε στην προκυμαία.
Έφθασε … ωστόσο δεν τον ένιωσε.
Τα καράβια τής θάλασσας που περίμενε, μείναν ξέπνοα.
Ασάλευτα στην οχλαγωγία των ματιών της, ασυγκίνητα
για την αιώνια παράταση του αιώνιου έργου.
Εκείνη όμως πρωτόβγαλτη στο δυνατό ταξίδι
δεν ταυτίστηκε.
Στην αταραξία τους,
κομμάτια πετούσε βαρκόπουλα στη θάλασσα το άυλο σώμα της
και την ταράχευε,
τα κύματα της έφτιαχνε τελάληδες τού έρωτα της.
Πάνω στη ράχη τους τραμπάλιζε τα καράβια λόγια της.