γράφει ο Αναγνώστης-Νώτης Ιωάννου.
Από μικρός ένοιωθα δέος για τον Αύγουστο. Όχι τόσο για το πληθωρικό άκουσμά του ή για την λαϊκή δοξασία, τον άχρονο μύθο που αινιγματικά τον θέλει μήνα και Θεό, μαζί.
Τραγουδισμένος όσο κανείς, δάνεισε το μεγαλόπρεπο όνομά του σε Βασιλείς και Ποιητές, σε πτωχούς και πλούσιους, όπως και σε ήρωες της παιδικότητας μου, στιβαρούς χειρωνάκτες και μη, άξιους βιοπαλαιστές, αυθεντίες της ζωής. Μαζί, ενέπνευσε τα έργα, τα όνειρα και την φαντασία τους, αυτήν την μεγάλη πύλη.
Ούτε όμως και το περιφανές γόητρό του, δεν ήταν αυτό που κυριαρχούσε στην σκέψη, στην καρδιά μου.
Ονειρευόμουν τον Αύγουστο με σκονισμένα σανδάλια, να σαρώνει σαν το θαλασσοπούλι τις ακτές, μέχρι το δοξασμένο, στιλπνό φεγγάρι να πέσει στην θάλασσα και να αρχίσει τότε, πίσω απ’ τις φυλλωσιές, εκστατικό,το τραγούδι της νύχτας. Κάποτε έβαζα στο χέρι του ένα τσαμπί σταφύλι και στο λιτό ταγάρι του, μια φέτα μόνο ψωμί, αγίασμα, για τόση ομορφιά που επίμονα περιδιάβαινε, πλάνης, αισθαντικός και γυρολόγος, στιγμών και εξομολογήσεων, εκλεκτών συγκινήσεων του όλου βίου. Άλλοτε, πάλι, τον θαύμασα στο λευκό κατάρτι, ακατάβλητο, να κυματίζει, να πνέει αγέρωχα στην Σημαία μας, την γαλανόλευκη, σε στεριά και θάλασσες, με τα μάτια του υγρά από πόθο, για την πικρή νοσταλγία, πριν σημάνει η επιστροφή. Ή, πάλι, τον αντίκρισα σκονισμένο, στα χακί, στην παρόχθια σκοπιά του, ένα τσίγκινο παράπηγμα που έτριζε στην βοή του ποταμού, με τις μπαταρίες πεθαμένες στο παλιό τραντζίστορ, αλλά το τραγούδι ψηλά, ψυχωμένο, στο στόμα. Τον είδα φευγαλέα, άγρια χαράματα, στις άδειες πιάτσες ταξί, να περιμένει κούρσα ανυπόμονος ,τότε που η αγρύπνια θέριζε όσα έσπερνε η ευαισθησία ή κι ένας έρωτας, ακόμη, σαν μακρινό σινιάλο μες τη νύχτα. Τον συμπόνεσα, σκεπτικό, έξω από ένα κλειστό θερινό σινεμά, ξέφραγο από χρόνια… Η πόλη κίτρινη κι η μοναξιά γι αντρειωμένους, όμως αυτός χαμογελούσε. Τον είδα πάλι, ξένοιαστο, ευτυχισμένο ίσως, να μετρά τα κεντημένα πουλιά στην ταπεινή, γκρίζα ποδιά της Αλεξάνδρας, την πάστρα της στο καλοσιδερωμένο τραπεζομάντηλο και στην πινακωτή που ζύμωνε ψωμί, την αγάπη της στον τρόπο που το μοίραζε στο τραπέζι, ανήμερα της Θεοτόκου, όταν ο πατέρας πριν καθίσει, φορούσε την καλή του γραβάτα για την λαμπρή περίσταση…
Χρόνια και εικόνες από βελούδο, έργα και σώματα και συνειρμοί της εθιμοτυπίας του Αυγούστου, όπως την ανασύρει η μνήμη, μακρινή ή πρόσφατη. Έτσι ορθώθηκε εντός μου, συν τω χρόνω, ο μήνας της Παναγιάς, σαν μια αγιογραφία της καθημερινότητας, δίχως εξωραϊσμούς. Μιας καθημερινότητας ανεξάντλητης, ίσως εξαιτίας της διάχυτης θρησκευτικότητας των ημερών του, που δεν παύει να σκιρτά. Θα μπορούσα τόσες και τόσες πτυχές της να παραθέσω με χαρά και ζήλο, τόσα να γράψω κι άλλα σπουδαία να ψιθυρίσω για τον αγαπημένο Αύγουστο, ολόκληρον ένα ακέραιο χαρμόσυνο που συνοψίζει την ιστορία των καλοκαιριών μας.
Όχι όμως φέτος, σίγουρα όχι τον Αύγουστο που ήδη διανύουμε.
Το γιατί είναι προφανές και καταλυτικό, απόλυτο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι εύγλωττη και ζοφερή.
Ήδη νιώθω πως ως εδώ έφθασα με υπερπροσπάθεια και ψυχική εξάντληση. Το κείμενο, οι λέξεις, με υπερβαίνουν, ηχώντας σαν άδεια κύμβαλα, πεταμένα στο κενό, στο χάος. Προ ημερών μόλις, το αναφέρω ενδεικτικά και μόνο, μας επισκέφθηκε ανήμπορους, ανέκφραστους, σοκαρισμένους, το ματωμένο, όπως αποκαλείται, φεγγάρι, του αιώνα που διανύουμε. Ήταν προορισμένο απ’ τα Γαλαξιακά βάθη και ανάμεσα σε αιώνες, να διέλθει άπαξ κι απ’ τον ουρανό μας. Γι αυτήν την μοναδική πανδαισία του Σύμπαντος, όπου ανήκουμε, δεν κατάφερα ούτε στιγμή ανάλογης προσοχής, ούτε σταύρωσα λέξη, ούτε μια, για τον χαιρετισμό που λέμε, ως προς το αστρικό φαινόμενο. Πάνω στην φρίκη δεν μπορείς να είσαι, να αισθανθείς δημιουργικός κι ευχάριστος. Με προσπέρασε μάλλον σαν απλή πληροφορία της ρέουσας επικαιρότητας. Μιας επικαιρότητας κατά τα άλλα όλως σπαρακτικής, μιας τραγωδίας άνευ προηγουμένου, στην οποία εδώ είναι ανοίκειο και ασύμβατο να υπεισέλθω, κάτι που δεν επιθυμώ άλλωστε. Σημειώνω μόνο ότι το ανυπόφορο του συλλογικού, Εθνικού πένθους, επιδείνωσαν οι αντιπαραθέσεις πάνω απ’ την στάχτη και τον ανθρώπινο θρήνο, που κρατεί και επιβάλλει σιωπητήριο. Μακρύ, βαθύ, εκτεταμένο, ανάλογο της συμφοράς. Το φετινό καλοκαίρι σημαδεύτηκε κατάκαρδα, ανεπίστρεπτα. Ο Αύγουστος δεν είναι εδώ. Αργεί.