Στην όχθη του ματιού
παλλίροια οι εικόνες,
έρχονταν κι αποτραβιόνταν
κι άφηναν στη θέση τους κοχύλια,
που μεγάλωναν παράξενα,
που γίνονταν νους απ’ την αρχή.
Χόρταινε το μάτι εικόνες άλλες…
και μουσικές απ’ τα κουφάρια τους
τα ηχεία
και γεύσεις αλμυρές,
για να θυμίζουν μάννα
Μετά … τις κατάπινε
και ξανάρχονταν θάλασσες,
εικόνες που περίμεναν
… και η πλημμυρίδα,
μετά την άμπωτη του «πριν»,
κόρωνε ξανά το αδηφάγο μάτι.