Χθες πάλι γεννήθηκα από τις στάχτες μου.
Ξύλο ζωντάνευα αργά εμπρός μου.
Χυμοί ξεχασμένοι ανέβαιναν στους ιστούς γοργά
και νευρώνες και φύλλα πεθαμένα
ανέσταιναν τα χρώματα τους και γίνονταν
πράσινα ζωηρά και το… χθες
ρουφούσε τον χρόνο, τους χυμούς του
και γίνονταν παρόν.
Παράξενη ετούτη η αντιστροφή.
Ανάποδα που έσπρωχνε στους δείχτες του ρολογιού μου.
Η καρδιά μου όλο και γρηγορούσε,
να συντηρήσει βιάζονταν την απρόσμενη αλλαγή
… και τα μαλιά μου μαύριζαν, όπως και το μούσι
που κοίταζε τις ρυτίδες που σκέπαζε να εξαφανίζονται
… και το μυαλό μου τρομοκρατημένο βάσταγε την αναπνοή του,
μην και δει ανθρώπους που πια δεν υπάρχουν,
μην υποκύψει ξανά σε θέλγητρα κοριτσιών που τώρα πια
μεγάλωσαν.
Το κορμί μου έσφιγγε τις γροθιές των άκρων του
που τσίτωναν πάλι, που με δυσκολία κρατούσαν τις φλέβες τους
μην και τιναχτούν απ’ την ορμή … της ξανανιότης τους.
Έκανα να σηκωθώ, να ανταμώσω την εικόνα μου,
μα ο καθρέπτης έλειπε.
Στη θέση του μια παλιά σερβάντα, από καιρό πεταμένη…
Πώς ξεθάφτηκε;
Τις σκόνες της , τις πατίνες της, τις είχα σχεδόν ξεχάσει.
Κοίταξα πλάι μου, τη τσάντα μου τη σχολική να κουμπώνει,
με ένα πολυκαιρισμένο κλικ να σφαλίζει,
ποιος ξέρει πόσα τετράδια μέσα της.
Δεν τόλμησα να την ανοίξω.
Να είναι μέσα άραγε το μισοφαγωμένο πρωινό,
η εντολή της μάνας μου να μην μένω νηστικός στο διάλειμα;
Τα λεφτά της πρώτης μου σχολικής εκδρομής;
Τα χέρια μου γίναν τρυφερά και τρομαγμένα.
Πρωτάκι, μισοκακόμοιρα κοιτούσα
την κυρία Βελίδου, τη δασκάλα μου.
Θα με μαλώνει άραγε;
Θα είναι καλή σαν τη μητέρα μου;
Σταμάτα χρόνε απερίσκεπτε,
ποιός σου έδωσε το δικαίωμα;
Θα με γυρίσεις πάλι στις στάχτες μου και τα χέρια μου
…θα μωλωπίσει ξανά η μπογιά σου και το μόν άσπρο σου θα
το ξαναβρώ στις τρίχες μου.
Σταμάτα να μου παίρνεις.
Σε ξορκίζω με τούτο δω το γραφούμενο.
Ο χρόνος υπάκουσε
σκυλί ήρθε και κούρνιασε στα πόδια μου.
Ο καθρέπτης γύρισε στη γνώριμη θέση του.