Αυτοί που προσλαμβάνονται στις μόνιμες θέσεις επιλέγονται μ’ έναν αντικειμενικό –όχι όμως αξιοκρατικό– τρόπο. Οι ανάγκες για την πρόσληψη προσωπικού διατυπώνονται «στο περίπου» από τις υπηρεσίες, αφού δεν υπάρχουν περιγράμματα θέσεων (εκτός από τις αυτο-περιγραφές των ίδιων των υπαλλήλων τις οποίες βάφτισε «περιγράμματα» η κ. Γεροβασίλη και οι επιτελείς της). Η επιλογή γίνεται με βάση «τυπικά» προσόντα, στα οποία περιλαμβάνονται κριτήρια παντελώς άσχετα με τις ανάγκες της θέσης που θα προσληφθεί ο υποψήφιος (βαθμός πτυχίου, κοινωνικά κριτήρια, κ.ο.κ.). Η πρόσληψη στο δημόσιο, ακόμη και στις θέσεις των μονίμων, εξακολουθεί να είναι μέσον άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι μόνιμοι αποτελούν 90% των δημοσίων υπαλλήλων!
Μέχρις εδώ, μπορεί να πει κανείς ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, στα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, σε σχέση με το παρελθόν, πέρα από τους κόφτες που επέβαλαν οι δανειστές στον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων και στις οριζόντιες περικοπές στους μισθούς τους.
Εκεί που οι Συριζαίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι από τους προηγούμενους είναι το πεδίο της πρόσληψης των εκτάκτων. Οι προσλήψεις σ’ αυτές τις θέσεις έχουν, προ πολλού, απωλέσει τον χαρακτήρα της ανταπόκρισης του κράτους σε μια έκτακτη ανάγκη που δεν μπορεί να καλυφθεί από το τακτικό προσωπικό. Οι «συμβασιούχοι» χρησιμοποιήθηκαν, επί δεκαετίες, ως κερκόπορτα η οποία, εν συνεχεία, μετεβλήθη σε βασιλική οδό για την εδραίωση του πελατειακού κράτους. Οι έκτακτοι μετατρέπονταν σε μόνιμους μέσα από αλλεπάλληλες παρατάσεις και ανανεώσεις των συμβάσεών τους. Οι «συμβάσεις έργου» αποδείχτηκαν καλά εργαλεία για την εξυπηρέτηση των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Οι έκτακτοι μπορούσαν, πολύ εύκολα, να περιέλθουν σε ομηρία αναμένοντας τη μονιμοποίησή τους από τον πάτρωνα. Η μονιμοποίηση ερχόταν, πάντα, στην ώρα της: Τα τελευταία 100 χρόνια αυτό συνεβαινε πριν από την ολοκλήρωση ενός κοινοβουλευτικού κύκλου και λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές.
Παρ’ όλον ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια ασκείται διαρκής πίεση στις κυβερνήσεις να μπει φρένο στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση, το σύστημα της πελατοκρατίας δεν έχει καμφθεί. Οι διορισμοί σε θέσεις εκτάκτων έφθασαν τις 90.000 το καλοκαίρι 2017 και υποχώρησαν κατά τι, μετά από απαίτηση των δανειστών.
Ακόμη και το σοβαρότερο χτύπημα που δέχτηκε το καθεστώς των συμβάσεων έργου, όταν τέθηκε με νόμο χρονικό όριο παραμονής 24 μηνών σ’ αυτούς που προσλαμβάνονται σε τέτοιες θέσεις και της υποχρεωτικής μεσολάβησης ενός τριμήνου μεταξύ δύο συμβάσεων, παραβιάζεται με διάφορα τερτίπια. Τελευταία προσπάθεια εκείνη του κ. Πολάκη να μετατρέψει τις συμβάσεις αυτές σε εξαρτημένης εργασίας, ώστε να δημιουργήσει στους ανθρώπους που τις κατέχουν την ελπίδα ότι μπορεί να διασωθούν μετά τη λήξη τους.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα επιδιώξει την με οποιοδήποτε κόστος διατήρηση του παραθύρου ευκαιρίας των μονιμοποιήσεων των εκτάκτων. Οι άλλες, σκανδαλώδεις για ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, θέσεις των μετακλητών, όπως και εκείνες των προέδρων και μελών σε διοικητικά συμβούλια δημοσίων νομικών προσώπων, είναι, υπό την έννοια της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που επισύρουν, αμελητέες. Γι’ αυτό και η τρόικα δεν αντιδρά, παρόλο που ο αριθμός των μετακλητών σπάει το ένα ρεκόρ πίσω από το άλλο: Ήδη, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατέρριψαν το προηγούμενο δικό τους ρεκόρ, αφού τον Δεκέμβριο 2017 οι μετακλητοί ήταν 2.468, δηλαδή 23% περισσότεροι απ’ ό,τι τον Δεκέμβριο 2016, που ήταν 2.070.
Η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την άφρονα πολιτική των προηγούμενων ρουσφετοπρακτών, βλάπτει πολλαπλώς τόσο την αποτελεσματικότητα του κράτους όσο και την κοινωνική συνοχή. Αδιαφορεί ωστόσο προκλητικά, διανοίγοντας με τον τρόπο αυτόν ένα νέο κεφάλαιο επιτροπείας για τη χώρα μας. Φοβούμαι ότι η Ελλάδα δεν θα έχει καλύτερη τύχη από άλλα γειτονικά προτεκτοράτα τα οποία δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την οσμανλίδικη παράδοση του πελατειασμού και αποτελούν, πλέον, οικόπεδα στα οποία ασκούνται ποικίλοι όσοι «ειδικοί» από την Αφρική μέχρι τις χώρες της Άπω Ανατολής.
Μπορεί, όμως, να υπάρξει αντιστροφή της κατάστασης. Όχι μόνο διότι στο εγγύς παρελθόν υπήρξαν προσωπικότητες που κατάφεραν να περιορίσουν τη μάστιγα του ρουσφετιού, αλλά κυρίως διότι σήμερα έχουμε τόσο την επάρκεια των μέσων που απαιτούνται για τον μετασχηματισμό της ελληνικής δημόσιας διοίκησης όσο και μια ευρωπαϊκή αντιπολίτευση στον αντίποδα των ρουσφετολάγνων εθνολαϊκιστών.
Η προσπάθεια πρέπει, όμως, να είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Το ρουσφέτι μπορεί να εκριζωθεί από την Ελλάδα και, μάλιστα, σύντομα!