Το πρώτο βήμα σε αυτές τις περιπτώσεις το κάνει πάντα ο έχων την εξουσία. Και κατά κανόνα μέχρι σήμερα η αντιπολίτευση και ιδιαίτερα η Αξιωματική Αντιπολίτευση, αρνείται τη συναίνεση, γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα, όπως συμβαίνει από το 1984 μέχρι σήμερα, γίνεται στη συνέχεια κυβέρνηση.
Η ιστορία του Αλέξη Τσίπρα με την υπόθεση της συναίνεσης είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να παρουσιάσει ένας πολιτικός αρχηγός στο… βιογραφικό του.
Η λέξη Τσίπρας, μέχρι σήμερα στις εγκυκλοπαίδειες είχε καταγραφεί ως αντίθετο της λέξης συναίνεση.
Ο κ. Τσίπρας είναι αυτός που στην ύστατη πρόταση του κ. Σαμαρά, πέρσι τέτοια εποχή να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να πάμε στην πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης με προσυμφωνημένο τον χρόνο των εκλογών, είχε πει ένα βροντερό όχι, επιδιώκοντας να γίνει το συντομότερο δυνατόν πρωθυπουργός και να σώσει την Ελλάδα!!! Και την… έσωσε φορτώνοντάς της ένα ακόμη μνημόνιο βάρους 86 δις ευρώ που φέρει αποκλειστικά το όνομά του και την υπογραφή του, αλλά και πολλαπλασιάζοντας τον πόνο και τη δυστυχία στους Έλληνες, φέροντας την Ελλάδα, χρόνια πίσω, σχεδόν στην αρχή της προσπάθειας για έξοδο από την κρίση. Κι όλα αυτά την ώρα που άλλες χώρες που ξεκίνησαν μαζί μας αυτήν την τραγική περιπέτεια όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία ή άλλες που ακολούθησαν, όπως η Κύπρος βγήκαν ήδη από τα μνημόνια.
Τώρα, λοιπόν που ο κ. Τσίπρας βλέπει τον πολιτικό χρόνο του να εξαντλείται, όπως και την ανοχή των Ελλήνων, πριν ακόμα κλείσει ένα έτος στην εξουσία, τώρα θυμήθηκε να ζητήσει τη συναίνεση των λοιπών κομμάτων. Και το κάνει όταν μόλις πριν από δύο μήνες πριν από τις εκλογές η ΝΔ του την πρόσφερε απλόχερα- σε βαθμό παρεξηγήσεως- κι εκείνος την αρνείτο. Και τη ζητεί από εκείνους που χαρακτήριζε προδότες και… Τσολάκογλου
Το λογικό λοιπόν είναι να εισπράξει ένα ηχηρό όχι από τη ΝΔ. Είναι όμως αυτό και το εθνικά ωφέλιμο;
Εύλογα θα ρωτήσει κανείς «ποια πρέπει να είναι η θέση ενός κόμματος που έχει υποστεί την άρνηση της αντιπολίτευσης –και μάλιστα δύο φορές και από Παπανδρέου και από Τσίπρα- για εξεύρεση συναίνεσης έστω και στα βασικά;»
Το ότι ο κ. Τσίπρας αρνήθηκε την συναίνεση στον κ. Σαμαρά, όπως νωρίτερα την είχε αρνηθεί και ο κ. Σαμαράς στον κ. Παπανδρέου, ο οποίος προηγουμένως την είχε αρνηθεί στον κ. Καραμανλή, βοήθησε κάπου τη χώρα;
Είναι γεγονός ότι αρνούμενοι τη συναίνεση και ο κ. Παπανδρέου και ο κ. Σαμαράς και ο κ. Τσίπρας, κατάφεραν να γίνουν πρωθυπουργοί πουλώντας ουσιαστικά ελπίδες στους Έλληνες.
Αλλά και ο κ. Παπανδρέου έφυγε κακήν κακώς από την πρωθυπουργία, το ίδιο και ο κ. Σαμαράς, ενώ δεν προβλέπεται να είναι διαφορετικό και το μέλλον του κ. Τσίπρα.
Μήπως λοιπόν ήλθε η ώρα η ΝΔ να συμπεριφερθεί ως κόμμα πατριωτικό, σύμφωνα με τις αρχές της ιδρυτικής διακήρυξης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και όχι ως κόμμα το οποίο νοιάζεται για την πρόσκαιρη νομή της εξουσίας;
Θυμίζουμε ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος διαβεβαιώνει ότι η ΝΔ «θα υπηρετεί πάντα και μόνο τα αληθινά συμφέροντα του έθνους, που βρίσκονται πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς».
Αυτό όμως είναι μια μεγάλη αλήθεια που δεν αφορά μόνο τη ΝΔ.
Πρέπει να αφορά όλα τα κόμματα.
Κι επειδή το τέμπο σε μια τέτοια προσέγγιση τη δίνει πάντα ο ισχυρός και θεωρητικά ισχυρός είναι αυτός που διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καλό είναι να καταλάβει ο πρωθυπουργός ότι αν θέλει πράγματι τη συναίνεση ή τουλάχιστον την ανοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αυτό που ζητεί πρέπει να είναι ειλικρινές. Και δεν φαντάζει ειλικρινές όταν άλλα λέει ο ίδιος και άλλα τα στελέχη της κυβέρνησής του. Δεν εξυπηρετεί την εθνική συνεννόηση το να βγαίνει ο υπουργός Άμυνας και συνοδοιπόρος του και να κάνει την «βρώμικη» δουλειά, όταν τα κόμματα τηρούν επιφυλάξεις.
Προσωπικά έζησα από κοντά την προσπάθεια προσέγγισης που είχε ξεκινήσει ο Κώστας Μητσοτάκης με μπροστάρη τον Παύλο Μπακογιάννη και τον Γιάννη Βούλτεψη, με την Αριστερά. Και γνωρίζω ότι η διάθεση του καθενός για προσέγγιση κρίνεται καθημερινά και στις λεπτομέρειες. Έτσι χτίζεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη κι έτσι προχωράμε μπροστά.
Δεν αρκούν μεγαλόστομες διακηρύξεις από την πλευρά του πρωθυπουργού τις οποίες στην πρώτη δυσκολία εγκαταλείπει και δυναμιτίζει μέσω στελεχών του.
Χρειάζεται επιμονή και υπομονή. Γιατί μπορεί μεν κοινοβουλευτικά να είναι αυτός ο ισχυρός σήμερα, αλλά ο ίδιος είναι εκείνος που ζητεί τη συναίνεση γιατί αντιλαμβάνεται ότι τα μέτωπα που έχει ανοίξει την επιβάλλουν.
Τα κόμματα είναι επιφυλακτικά, και με το δίκιο τους, αφού δεν ξεχνούν την απόλυτη άρνηση του κ. Τσίπρα σε κάθε τι που πρότεινε η πρότεινε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Αλλά ο πρωθυπουργός αν πράγματι θέλει τη συναίνεση πρέπει να αποδείξει ότι τη θέλει πραγματικά. Δεν είναι σοβαρό βέβαια να του ζητούν στελέχη της Αντιπολίτευσης να βγει δημοσίως και να ζητήσει συγγνώμη. Και μόνο που ζητάει αυτό που αρνήθηκε να δώσει είναι μεγάλο χαστούκι για τον ίδιο. Οφείλει όμως να παραδεχθεί δημοσίως τις υπερβολές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια και να ζητήσει τη συναίνεση και την ανοχή της κοινωνίας και των πολιτικών του αντιπάλων στην προσπάθεια επίλυσης ζητημάτων που ο ίδιος με την τακτική του δεν επέτρεψε να επιλυθούν (όπως το ασφαλιστικό) ή δεν υπήρχαν στην ίδια ένταση όταν ο ίδιος ήταν στην αντιπολίτευση (όπως το προσφυγικό και η ρευστότητα στον διεθνή μας περίγυρο).
Και σε ό,τι αφορά τη ΝΔ και τα λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης, καλές είναι οι διακηρύξεις του τύπου «δεν καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι με εκείνους που μας αποκαλούσαν Τσολάκογλου», αλλά όταν η πατρίδα αντιμετωπίζει κινδύνους η κομματική αντιπαράθεση και η δικαιολογημένη αγανάκτηση πρέπει να μένει στο περιθώριο. Και στο κάτω – κάτω φανταστείτε την ταπείνωση του ΣΥΡΙΖΑ που ζητεί συναίνεση από εκείνους που κατηγορούσε ως προδότες!!! Τότε αυτοί τι είναι;
Ετούτες τις ώρες της κρίσης οφείλουν όλα τα κόμματα να κατανοήσουν ότι όλοι κρίνονται. Όχι μόνο για τις αποφάσεις που λαμβάνουν, αλλά και από την πρόθεση που επιδεικνύουν να συμβάλουν στη λήψη σωστών αποφάσεων.