Δεν υπάρχει χώρα αναπτυγμένη είτε αναπτυσσόμενη που να μην έχει- ή να επιδιώκει- ένα, τουλάχιστον, πρόγραμμα καλής νομοθέτησης. Στη χώρα μας η καλή νομοθέτηση καρκινοβατεί. Ο ν. 4048/12 με τον πομπώδη τίτλο «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση» έχει μείνει ανεφάρμοστος εξαιρουμένης μιας τυπικής, άνευ νοήματος, «έκθεσης επιπτώσεων ρυθμίσεων» η οποία συνοδεύει τα σχέδια νόμων. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με δεδομένη την αντιπάθειά της στο κράτος δικαίου, το Σύνταγμα και την καλή νομοθέτηση έχει παρασύρει σ’ ένα πρωτοφανές κρεσέντο κακής νομθέτησης το νομοθετείν στο σύνολό του. Ουδείς μπορεί, πλέον, να πει ότι γνωρίζει- έστω και με την προηγούμενη ελαχιστη βεβαιότητα- τι ισχύει σε έναν τομέα ρυθμιστικής πολιτικής. Με δεδομένη την χειροτέρευση της νομοθετικής ποιότητας στη χώρα μας, ο αθλητισμός, περί ου ο λόγος σήμερα, μας υπαγορεύει μια ανασκόπηση τόσο του πεδίου της καλής νομοθέτησης όσο και την ιεράρχηση των άμεσων προτεραιοτήτων.
Καλή νομοθέτηση, λοιπόν, σήμερα στην Ελλάδα μπορεί να σημαίνει:
Α) Ότι όταν νομοθετούμε πρέπει να σεβόμαστε την αρχή της νομιμότητας, όπερ, στην περίπτωση της αθλητικής νομοθέτησης, έδει δείξαι! Αν πρέπει να κάνω μόνο μια επισήμανση στο σημείο αυτό, ας μείνω στο αυτονόητο για κάθε δυτικό κράτος-δικαίου: Όντας ενταγμένοι σε μια πολυ-επίπεδη ρυθμιστική τάξη, οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο εθνικό επίπεδο πρέπει να συμμορφώνονται προς αυτήν. Εννοείται ότι όταν η απόφαση δεν μας ικανοποιεί, προφανώς δεν έχουμε να κάνουμε με αυταρχισμό και άλλα συναφή τα οποία ακούσαμε κατά κόρον στο πρόσφατο παρελθόν όταν το αθλητικό Grexit ήταν προ των πυλών, αλλά με παραβίαση των κανόνων στη λήψη απόφασης. Τα βαλακανικά νταηλίκια, πάντως, που τα έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά, ειδικά όταν συνοδεύονται από ιδεοληπτικές εμμονές, δεν προσφέρονται για να καμφθούν οι κανόνες και οι διαδικασίες της παγκοσμιοποιημένης έννομη τάξης. Προφανώς, το ίδιο ισχύει όσον αφορά την τήρηση των εθνικών νόμων και του Συντάγματος.
Β) Ότι λαμβάνουμε υπόψη μας τις επιπτώσεις της ρύθμισης στην οικονομία και την κοινωνία. Οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της οικονομικότητας πρέπει να τηρούνται. Εάν, επί παραδείγματι, εφαρμόζαμε τις αρχές αυτές όσον αφορά το καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας των ομοσπονδιών, τότε θα βρισκόμασταν μπροστά σ’ ένα τελείως διαφορετικό τοπίο: Χωρίς σκιές στην οικονομική τους διαχείριση, με διαφάνεια στην εκλογή και τα πεπραγμένα των οργάνων τους και, βεβαίως, με αντιστοίχηση του δημοσίου χρήματος (που δίδεται υπό την μορφή των επιχορηγήσεων) με τις επιδόσεις και τις διακρίσεις μας στα οικεία αθλήματα.
Πιο συγκεκριμένα: Εάν τηρούνταν οι προηγούμενες αρχές, τότε θα αιρόταν ο δισυπόστατος χαρακτήρας τους που τους επιτρέπει να εμφανίζονται άλλοτε ως δημόσιοι κι άλλοτε ως ιδιωτικοί φορείς. Σήμερα, αυτές οι αθλητικές οργανώσεις καλύπτονται πίσω από το νομικό ένδυμα του δημοσίου νομικού προσώπου ιδωτικού δικαίου, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις απαιτήσεις του πελατειακού κράτους. Μακράν από το να λειτουργούν ως «Agencies», δηλαδή ως αρχές εφαρμογής δημοσίων αγαθών με σαφείς κανόνες οργάνωσης και λειτουργίας, μετετράπησαν σε χώρους διαγκωνισμού ισχυρών οικονομικών παραγόντων και συναλλαγών με θύμα, εν τέλει, τον ίδιο τον αθλητισμό. Όλα αυτά συντελούνται- ενορχηστρώνονται, θα έλεγα- υπό τις ευλογίες της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Με τις ευλογίες της χρηματοδοτείται η Ομοσπονδία «Σάμπο-Κούρες-Τσιδαόμπα» (μην εκπλήεσσεσθε-υπάρχει) κι άλλα αντίστοιχα οργανωτικά κελύφη με ανταλλαγμα ποικίλες εκδουλεύσεις.
Εάν στην πολιτική για τον αθλητισμό- και όχι μόνον- η οικονομικότητα και η αποδοτικότητα κατοχυρώνονταν και λειτουργούσαν, τότε η αθλητική πραγματικότητα θα ήταν τελείως διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα της αθλητικής νομοθεσίας θα ήταν διαφορετική. Τι εμποδίζει, όμως, αυτή την εξέλιξη σε μια χώρα του δυτικού κόσμου;
Απέναντι στην καλή νομοθέτηση και την χρηστή διακυβέρνηση βρίσκεται ένας πολύ ισχυρός εχθρός που, μέχρι τώρα, κατάφερνε να νικήσει τον δυτικό ορθολογισμό. Είναι το ελληνικό πελατειακό σύστημα το οποίο αποτυπώνεται και ως πελατειακό κράτος. Στον χώρο του αθλητισμού το πεδίο καλλιέργειας των πελατειακών σχέσεων και πρακτικών είναι ιδιαίτερα εύφορο. Στο κέντρο της πελατειακής πολιτικής βρίσκονται οι κρατικές δομές- εν προκειμένω, η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού: Ένας αργός γραφειοκρατικός μηχανισμός ο οποίος δεν επηρεάζεται ούτε από την καλή ποιότητα των στελεχών του ούτε, βεβαίως, από τα τεκταινόμενα αλλαχού. Η δομή του στηρίζεται και αναπαράγει ό,τι εξυπηρετεί τους κομματικούς πελάτες της ηγεσίας του. Πως αυτός ο μηχανισμός θα σχεδιάσει, θα παρακολουθήσει και θα εφαρμόσει μια σύγχρονη αθλητική πολιτική; Πως θα καταφέρει η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα Γενική Γραμματεία Αθλητισμού να θέσει στόχους σε σχέση με το ξεπέρασμα της υποχρηματοδότησης, πως θα εκπονήσει και θα υλοποιήσει έναν οδικό χάρτη για την προσέλκυση χορηγιών για ένα άλλο μη κρατικοκεντρικό μοντέλο χρηματοδότησης των αθλητικών δραστηριοτήτων; Οι πρόσφατοι Ολυμπιακοί αγώνες έδειξαν με τον καλύτερο τρόπο τα όρια αυτού του μοντέλου οργάνωσης. Οι στόχοι, οι δείκτες απόδοσης, η εκτίμηση κόστους-ωφέλειας, όλ’ αυτά συνιστούν αναπόστπαστο κομμάτι της καλής νομοθέτησης. Όλ’ αυτά, όμως, για να υπάρξουν και να εκφραστούν κανονιστικά πρέπει η οργάνωση τόσο του κεντρικού φορέα για την αθλητική πολιτική όσο και η σχέση του με τον ιδιωτικό τομέα να τεθεί σε άλλη βάση απ’ αυτή που βρίσκεται σήμερα. Δεν αρκεί, δηλαδή, η ψήφιση εξαγγελτικών ρυθμίσεων στη Βουλή που δεν έχουν κανένα εχέγγυο εφαρμογής τους.
Γ) Τρίτο συστατικό στοιχείο της καλής νομοθέτησης είναι η διαβούλευση. Προσοχή, όμως: Η διαβούλευση της καλής νομοθέτησης και η διαβούλευση αλά ελληνικά δεν έχουν καμία σχέση. Η διαβούλευση στην καλή νομοθέτηση είναι, κατ’ αρχήν, διαρκής: Δεν περιορίζεται στα λίγα εικοσιτετράωρα, όπως συμβάινει παρ’ ημίν (στην καλύτερη περίπτωση), επί ενός σχεδίου το οποίο τις περισσότερες φορές καταλήγει μετά από προσθήκες και τροπολογίες, αγνώριστο. Η σωστή διαβούλευση γίνεται τόσο επί της αρχικής ιδέας (concept) ενός νόμου όσο και, εν συνεχεία, επί του σχεδίου το οποίο προωθείται προς ψήφιση. Διαβούλευση, όμως, στις χώρες που την εφαρμόζουν υποδειγματικά, γίνεται και κατά τον χρόνο εφαρμογής της ρύθμισης, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτή ανταποκρίνεται ή όχι στις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών. Εάν δεν ανταποκρίνεται, τότε η ρύθμιση αλλάζει και, στην περίπτωση αυτή, αρχίζει ξανά ο κύκλος της διαβούλευσης. Παρ’ ημίν, βεβαίως, άλλα κρατούν: Είναι πρόσφατη η ανάμνηση του ρέκτη των μεταρρύθμίσεων υπουργού, ο οποίος επεχείρησε να φέρει ολόκληρο αθλητικό νομοσχέδιο ως προσθήκη-τροπολογία σε άλλο νομοσχέδιο. Η διαβούλευση δεν μπορεί να γινει ούτε με νταηλίκια ούτε με ψευτο-τσαμπουκάδες και τις επακολουθούσες κυβιστήσεις. Κοιτώντας πάντως προς το μέλλον θα έλεγα ότι, έστω και τώρα, θα μπροούσε να υπάρξει ένας ειλικρινής διάλογος για τα θέματα του αθλητισμού- όχι σώνει και καλά ενόψει ενός επόμενου αθλητικού νόμου.
Εν κατακλείδι, η καλή νομοθέτηση μπορεί να μην παραμείνει ένα απλό desideratum. Προϋπόθεση γι’ αυτό, είναι όσοι νοιάζονται τόσο για τον αθλητισμό όσο και για το κράτος δικαίου να εντάξουν στην ατζέντα του λόγου και των έργων τους την θεσμική και πρακτική της εφαρμογή. Δύσκολο εγχείρημα για τους χαλεπούς καιρούς όπου το κράτος δικαίου βάλλεται και, όπως τις ημέρες αυτές, διαπομπεύεται και διασύρεται με τις ανοίκεις παρεμβάσεις της πολιτιείας στην δικαστική λειτουργία αλλά όχι ακατόρθωτο.