ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ωρίμαζε
Την Άνοιξη θυμόταν να ξυπνήσει.
Η φύση του σαν φύση
Και φανταζόταν βλαστούς τρυφερόκορμους
την τεντωμένη νιότη του
και ορεγόταν ανθοφορίες
με μυρωδιές και χρώματα
και φιλήδονα φιλήματα με το φως
που χαίρεται να γίνεται ζωή.
Άνοιξη η μέρα
μπροστά του,
μεγάλη πως έδειχνε.
Αυτό γινόταν χρόνια τώρα.
Φέτος ξύπνησε χειμώνα.
Σκιάχτηκε.
Θέλησε να κλείσει λίγο ακόμα τα μάτια του
να ξορκίσει τις κρύες σκέψεις.
Ο νους του όμως ατίθασος,
σκορπίστηκε ωκεανός.
Η θάλασσα τον πλημμύρισε,
γαλήνια και τρικυμισμένη.
Αυτή η ίδια θάλασσα.
Αναθάρρησε στη σκέψη του.
Μάζεψε τον νου του πίσω.
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του και χαμογέλασε·
στον Χειμώνα που αδίκησε.
Στην Άνοιξη που εν σπέρματι κυοφορούσε.
Ωρίμαζε. Με τα σημάδια του.
Με τα σημάδια της θάλασσας του.
Η μεστωμένη του Άνοιξη η φετινή
ξεκινούσε πρόωρα από χειμώνα.