ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ομορφιά έως το τέσσερα
- Υπέροχος τόπος
Υπέροχα σπίτια.
Κι όμως…
Αν με καλορωτούσες
δεν θα ήθελα
να μένω εδω.
Μη και στη συφοριασμένη
επανάληψη
έχανα την ομορφιά.
- Στις μοναχικές μου βόλτες
ανακάλυψα πολλούς
μοναχικούς παραδείσους.
Δεν επέλεξα κανέναν τους,
ούτε τους δέσμευσα
παραπάνω απ’όσο μου’ πρεπε.
Δεν είπα ποτές μου,
«να, αυτός».
Δεν είχα, ως έκρινα,
το δικαίωμα να αδικήσω κάποιον.
Κι όλο έψαχνα,
κι όλο πρόσθετα,
κι όλο πιο αθάνατος γινόμουν. - Χώμα και πέτρες.
Συνομιλούσες,
σαν τους έδινες δικαίωμα.
Μετά ξανά χώμα
και ξανά πέτρες.
Αμίλητοι συντρόφοι.
Ήταν και κάτι δέντρα που παράστεκαν.
Φτιαγμένα να κρατούν μυστικά.
- Παρέκει και κάτι κότσυφες,
στα μαύρα ντύματα
-εξαίρετοι ερμηνευτές-
που έστηναν αυτοσχέδια όπερα.
Με σένα για «πλατεία».
Τα δανεικά σου αυτιά.
Όταν σου τα επέστρεφαν
μελωδούσε ευτυχία το πρόσωπό σου.