«Θεέ μου,
ίνα τί με εγκατέλειπες…»
ως άλλη φωνή, φυλαγμένη μέσα μου,
«ηκούσθη» στον μεσότοιχο,
τα δυο σώματα που χώριζε,
το ιδεατό με το φτιαγμένο.
Η ύλη μου,
που έντυνε τη φωνή μου,
που ένωνε τους δυό μου κόσμους,
σκαρφάλωσε στον Σταυρό της.
Με την πίστη της Ανάστασης.
Η στιγμή της όμως ολιγώρησε…
για λίγο αμφέβαλε.
Κανείς χρόνος
όσο συνεκτικός κι αν είναι,
στο μέγεθος μιάς ζωής
δε μένει απρόσβλητος.
Χαρακιές η φωνή μας
και τον κόβει.
Ουρά τής σαύρας που
στον ήλιο ξαναγίνεται.