Αιώνες αργότερα, ο Ερντογάν, επιδιώκοντας να επιβληθεί ως νεο-σουλτάνος της Τουρκίας, όχι μόνο δεν κρύβει τον πόθο του για τα «σύνορα της καρδιάς» του, αλλά σε μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών αξιών απαξιώνει με ένα κρεσέντο προσβολών την Ευρωπαϊκή Ένωση και απειλεί ευθέως μια σειρά από χώρες της δυτικής Ευρώπης. Κι αυτό διότι οι χώρες αυτές δεν αποδέχονται να καταστούν πεδίο της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμά του.
Τα όσα συμβαίνουν τούτες τις ημέρες στην Ευρώπη σε σχέση με τη Τουρκία δεν πρόκειται να ξεχαστούν εύκολα. Οι πολίτες της Ευρώπης ανακαλύπτουν ξαφνιασμένοι ότι η επί δεκαετίες ακολουθούμενη πολιτική των ανοιχτών πυλών και της ανεκτικότητας δεν οδήγησε στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αντιθέτως, εκατομμύρια μετανάστες, όπως οι τουρκικής καταγωγής, δείχνουν να μην αποδέχονται τις αξίες των χωρών που ζουν και επιθυμούν να επιβάλουν τις δικές τους. Αυτό με τη σειρά του επιφέρει μια σειρά από πολιτικές παρενέργειες, όπως τις παρατηρούμε με την ενίσχυση των ξενοφοβικών κομμάτων.
Τα αποτελέσματα, όμως, θα έχουν μόνιμο χαρακτήρα και στις σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία. Ακόμη κι αν εύλογα συμφέροντα –όπως είναι οι οικονομικές σχέσεις με την τεράστια τουρκική αγορά, η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας και η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ ή τα προσφυγικά ρεύματα από την Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη- κάνουν αρκετά συγκρατημένες τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς την Άγκυρα, τίποτε δεν μπορεί να είναι όπως πριν. Κανείς σοβαρός πολιτικός δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η Τουρκία του Ερντογάν, ιδιαίτερα αν κερδίσει με διαφορά το δημοψήφισμα και επιβληθεί ένα ιδιόμορφο ισλαμιστικό αυταρχικό καθεστώς, μπορεί να έχει κάποια θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ακόμη κι αν είχε διάθεση να αφήσει κάπως ανοιχτές τις πύλες σε αυτήν την προοπτική θα σκεφτόταν την αντίδραση της δικής του κοινής γνώμης. Ως εκ τούτου, είναι βέβαιο ότι έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή, που, ως Ελλάδα, οφείλουμε να επαναδιαμορφώσουμε τη στρατηγική μας έναντι του επιθετικού γείτονά μας.
Άλλωστε, όλο το τελευταίο διάστημα, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, τόσο για λόγους εσωτερικής συσπείρωσης όσο και στο πλαίσιο μια ευρύτερης στρατηγικής στην ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία μας δείχνει τα δόντια της σε κάθε επίπεδο. Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, ιδίως στο Αιγαίο, εκδηλώνεται με κάθε μέσο και με πρωτοφανή ένταση. Η Ελλάδα, εν τοις πράγμασι, αναδεικνύεται σε χώρα της πρώτης γραμμής άμυνας απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα έναντι όλης της Ευρώπης. Αυτό δημιουργεί την αδήριτη ανάγκη αλλά και τις ευκαιρίες για την αναζήτηση ουσιαστικών συμμαχικών ερεισμάτων. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας είναι τέτοια που συνιστά από μόνη της το σημαντικότερο πλεονέκτημα για την προώθηση μιας σειράς από αμοιβαία επωφελείς συνεργασίες, που θα μας προφυλάξουν απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Για τον λόγο αυτό απαιτείται, όμως, μια ικανή διπλωματία, η οποία θα εργαστεί με συνέπεια και σύνεση, μακριά από άσκοπους και επικίνδυνους βερμπαλισμούς και μεγαλοστομίες. Δυστυχώς, τα όσα ακούσαμε εκ μέρους υπουργών της κυβέρνησης, το προηγούμενο διάστημα, δεν ήταν στο ύψος των σοβαρών περιστάσεων. Ας μην λησμονεί κανείς ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι κοκορομαχίες προσώπων, ούτε πεδίο άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής για μικροκομματικούς σκοπούς.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα»