Παραδοσιακή Ελληνίδα νοικοκυρά κι εγώ, αφού είχα τακτοποιήσει τα ρούχα του παιδιού μου από την προηγούμενη ήδη εβδομάδα – ασχέτως που ο κανακάρης μου κυκλοφορεί όλο τον χειμώνα με τα κοντομάνικα – πήρα βαθειά αναπνοή και τη μεγάλη απόφαση να μην αναβάλλω περισσότερο, αφού έτσι κι αλλιώς, πάνω απ’ το κορμί μου θα πέρναγε και αυτή η δουλειά! Σαν… τραίνο!
Τώρα, όταν κάνεις μια δουλειά απρόθυμα, ξέρετε πώς γίνεται. Κάνεις κάτι, κάθεσαι. Ξανακάνεις κάτι, ξανακάθεσαι. Χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η φιλενάδα σου. Μιλάς ατέλειωτα, γιατί σου δόθηκε και το καλύτερο άλλοθι. Εκεί που μιλάς, βλέπεις τη στοίβα πάνω στο κρεβάτι και τον χρόνο να περνάει αλύπητα και σκέφτεσαι, άντε να κλείνουμε σιγά σιγά, μπας και προχωρήσει λίγο η δουλειά και τελειώσω κάποτε. Μετά από λίγο, ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. Η κόρη. Κι επειδή δεν έχεις καμιά διάθεση ν’ ασχοληθείς με αυτό το… αναγκαίο κακό, ξαναπιάνεις για άλλη μισή ώρα το τηλέφωνο.
Τέλος πάντων, με το στανιό μεν, έφτασε όμως κάποτε η ώρα που το ρουχομάνι είχε τακτοποιηθεί. Και κάπου εκεί, τη στιγμή που όλα είχαν μπει σε τάξη και άρχισα να χαλαρώνω, συνειδητοποίησα ότι ο ρουχισμός μου είναι φέτος κατά πολύ λιγότερος. Και δεν αναφέρομαι μόνο σε ρούχα, πουλόβερ, μπουφάν κλπ., αλλά στον ρουχισμό του σπιτιού γενικότερα (κουβέρτες, σεντόνια, πετσέτες, παπλώματα). Μα πού είναι εκείνες οι τιγκαρισμένες ντουλάπες, που για να χωρέσουν όλα, έπρεπε να τηρείς την τάξη στο… χιλιοστό του χώρου; Πώς γίνεται και ελαττώθηκαν τόσο πολύ τα πράγματα; Πώς γίνεται, να μην έχεις τίποτα για δόσιμο φέτος;
Γιατί συνήθως έτσι γινόταν κάθε χρονιά και μην μου πείτε, ότι δεν κάνατε κι εσείς το ίδιο. Κάθε χρόνο, στις δύο αλλαγές των εποχών – άνοιξη/καλοκαίρι – φθινόπωρο/χειμώνα – μαζί με όλο τον ρουχισμό που έβγαινε και ξανάμπαινε στις ντουλάπες, αφού πρώτα είχες ξεπατωθεί ανέβα/κατέβα στη σκάλα, να τις σαπουνίσεις, να τις μοσχομυρίσεις κλπ. κλπ., υπήρχαν πάντα αρκετά πράγματα – πολλές φορές εντελώς αχρησιμοποίητα – που συλλέγονταν στις μεγάλες παιχνιδοσακούλες του Τζάμπο κι από εκεί ανακατανομή με τάξη σε χαρτόκουτα, για να δοθούν – χαριστούν σε ανθρώπους που τα είχαν ανάγκη. Και ενώ έδινες και έδινες και έδινες, πάντα έβρισκες και ξανάβρισκες κι άλλα για δόσιμο, λες και γεννούσαν αυτές οι ντουλάπες, από εποχή σε εποχή! Τι συνέβη φέτος;…
Λοιπόν κατ’ αρχήν, όλα αυτά τα παραπανίσια… προικιά, υπήρξαν η.. περιουσία εκείνης της εποχής του άκρατου υλισμού, που ζήσαμε κατά την παρελθούσα 20ετία. Δεν χόρταινε το μάτι μας πια! Να πάρουμε κι αυτό, να αγοράσουμε κι εκείνο. Μα τα καλά ποτέ δεν τελειώνουν, όπως έλεγε η γιαγιά μου! Όσα και να αγοράσεις, όσο κι αν παραφουσκώσεις τις ντουλάπες και τις αποθήκες σου, πάντα κάτι καινούριο θα σου κλείσει το μάτι που θα θέλεις να πάρεις. Στην τελική, είναι και θέμα καλής ψυχολογίας. Σόπινγκ θέραπυ! Ε, μετά από το σόπινγκ θέραπυ ολόκληρης 20ετίας, περάσαμε πια στο… γουίντοου σόπινγκ! Εκείνο, ξέρετε, που φλερτάρεις με τις βιτρίνες, αλλά δεν έχεις μία στην τσέπη, ώστε να μπεις μέσα σε μαγαζί και ν’ αγοράσεις το ελάχιστο. Και επειδή ποτέ δεν φανταζόσουν ότι θα έφτανες σε αυτό το σημείο, στον ενδιάμεσο χρόνο χάρισες – και πολύ καλά έκανες! – όλες εκείνες τις υπερβολές που είχες αγοράσει στην… προηγούμενη ζωή σου! Και τώρα τι;…
Τον Φλεβάρη του 2012, “γνωρίστηκα” με τον άστεγο της οδού Ζαλοκώστα. Έναν άστεγο στο κέντρο της Αθήνας, κουκουλωμένο με μια κουβέρτα μέχρι πάνω απ’ το κεφάλι, που ακόμα δεν είμαι σίγουρη αν προσπαθούσε να προστατευθεί από το κρύο ή να προστατεύσει από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών, τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Η γνωριμία μου μαζί του, στάθηκε στη συνέχεια αφορμή να ανακατευθώ εθελοντικά με μια μονάδα υποστήριξης αστέγων. Εκεί είδαν πολλά τα μάτια μου. Γνώρισα ανθρώπους που είχαν χάσει τη ζωή τους από τη μια μέρα στην άλλη. Που είχαν χάσει τη δουλειά τους και κατά συνέπεια, το μοναδικό τους εισόδημα και βρέθηκαν ξεσπιτωμένοι στο δρόμο. Γνώρισα νοικοκυραίους, που στέκονταν στις ουρές των συσσιτίων για ένα πιάτο φαϊ. Τους είδα να μπαίνουν σε λίστες, για ένα μπάνιο, ένα ξύρισμα, ένα δανεικό χειμωνιάτικο μπουφάν, μια κουβέρτα ή έναν υπνόσακο. Μαζί με όλες αυτές τις τραγικές εικόνες που δημιούργησε η κρίση στη χώρα μας, είδα και τους απλούς πολίτες αυτής της ταλαιπωρημένης πατρίδας – μαζί και τον εαυτό μου – κυριολεκτικά να αδειάζουν τις ντουλάπες και τα πατάρια τους και να χαρίζουν απλόχερα στον συνάνθρωπο που βρισκόταν σε δυσμενέστερη από εκείνους θέση, ό,τι είχαν και δεν είχαν.
Τα χρόνια κυλούσαν, τίποτα δεν άλλαζε κι αν άλλαζε, άλλαζε προς το χειρότερο και κάθε τέτοια εποχή – ειδικά τέτοια εποχή και μέχρι τα Χριστούγεννα – ο κόσμος δεν δίσταζε να χαρίσει απλόχερα, από χρονιά σε χρονιά, τα υπάρχοντά του, πιστεύοντας ότι κάπου θα σταματήσει αυτή η κατρακύλα κι ότι κάποια στιγμή, θα έρθει μια ισορροπία. Ο συνάνθρωπος που είχε πληγεί μπήκε πάνω από τα υλικά αγαθά και οι ντουλάπες επί σειρά ετών, άδειαζαν και άδειαζαν και άδειαζαν. Τα αποθέματα αγάπης, τα αποστάγματα αντοχών και η έννοια της αλληλεγγύης ξαναμπήκε στα σπίτια του μέσου πολίτη, που ακόμα διατηρούσε ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης και ήλπιζε, ότι έβαζε κι εκείνος το δικό του λιθαράκι, για να αντέξουν εκείνοι που βρέθηκαν σε πιο ευάλωτη θέση, μέχρι να περάσει το κακό. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που λυπήθηκαν τις κουβέρτες της προίκας τους και δεν τις χάρισαν, προκειμένου να κρατηθεί ζεστός ένας συνάνθρωπος που βρισκόταν σε κατάσταση δρόμου. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δεν χάρισαν τα δεύτερα, τρίτα και τέταρτα μπουφάν τους, που κρέμονταν μέσα στις ντουλάπες. Οι περισσότεροι το έκαναν. Και το έκαναν με όλη τους την καρδιά. Κι ύστερα ήρθε η σειρά των προσφύγων. Η χρονιά που το προσφυγικό πήρε τις γνωστές τεράστιες διαστάσεις και οι περισσότεροι – με τις αντίστοιχες πάλι εξαιρέσεις – ξανάνοιξαν απλόχερα τις ντουλάπες τους και τις αγκαλιές τους. Πέρυσι, ήταν η πρώτη φορά που τα πράγματα στις ντουλάπες και στα πατάρια λιγόστεψαν αισθητά. Και φέτος, απελπιστικά. Φοβάμαι πως του χρόνου, δεν θα ‘χουμε πια να δώσουμε ούτε αποθέματα ψυχής. Ούτε μια αγκαλιά.
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!