Guest, slideshow-2

Ωδή στη χαρά

syrtaki-xoros-giorti

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.

Σηκώθηκαν οι φωνές, τα χέρια, άνθισαν τα στόματα που το είχαν ανάγκη.

Σηκώθηκε ο Στρατής κατά πώς συνήθιζε από νέος ακόμα και μπήκε μπροστάρης στον χορό. Όπως μπροστάρης στη ζωή, κυνηγώντας ζωή. Λεβέντης. Αυτό δεν το άφηνε να ξεφτίσει και ανεπιτήδευτα πίσω του έκρυβε όλες τις αναπόφευκτες φθορές της ηλικίας του. Η κυρά του καμάρωνε. Αυτήν είχε διαλέξει. Κάποτε, τότε που το αίτημα ήταν στην ώρα του. Δεν ήταν σίγουρη, αν από τότε δεν είχε …ξαναδιαλέξει, αλλά ωστόσο εκείνη ήταν στο πλάι του και τον …συζύγευε στον δρόμο του χρόνου, ίσαμε τώρα. Δεν τον είχαν για ζυγό αυτόν τον χρόνο. Είχαν την μαεστρία στην παρέα που έκαναν μαζί του, να καβαλικεύουν τη διακύμανση του με σοφία. Πάει να πει πως ήταν δεκτικοί και φιλοσοφημένοι.

Η κυρά Δέσποινα, κυρά κι αρχόντισσα στο χωριό, εκτός από τον Στρατή, είχε περίσσεμα αγάπης πολύ να δώσει για όλον τον κόσμο, κυρίως όμως για τα παιδιά της που ήταν φευγάτα στην πόλη από τότε που τέλειωσαν το σχολείο και άνοιξαν  τα φτερά τους στην ανοιχτότητα του δικού τους ουρανού, που ξέφευγε από την κλειστή κοινωνία του χωριού. Τα είχε ζευγάρι. Καλά πήγαν. Σπούδασαν, βρήκαν δουλειές, πολιτικός μηχανικός ο Νίκος, φιλόλογος η Αντριάνα. Καλοπαντρεύτηκαν και της χάρισαν και τρία εγγόνια –εκεί να δεις περίσσεμα αγάπης- δύο Στράτους  και μία Νεφέλη, από την κόρη. Το σπουδαίο είναι ότι δεν ξεχνούσαν το χωριό και τουλάχιστον τώρα που τα εγγόνια ήταν μικρά, κάθε καλοκαίρι ξετύλιγαν εκεί ένα κομμάτι από τον χρόνο των διακοπών τους. Με τους γονείς τους. Όσο ήταν ακόμα ζωντανοί.

Αυτό το καλοκαίρι η Αντριάνα είχε προηγηθεί. Ήθελε να είναι παρούσα στη γιορτή της Αγ. Παρασκευής που παράστεκε το χωριό. Το πανηγύρι λοιπόν, μεσοκαλόκαιρο, ήταν η αφορμή να της εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους και να χαρούν στη συνύπαρξη τους. Αυτή τη συνύπαρξη γιόρταζε ο Στρατής, την ετυμηγορία του για την ανεκτίμητη αξία των ανθρωπίνων σχέσεων.

«Όσο είμαι ακόμα ζωντανός, έλεγε, ανάμεσα σε άλλους ζωντανούς, θα χοροπηδώ, όσο ψηλότερα μπορώ, γιατί ουρανός και γη γίνονται ένα, με ενδιάμεσο το σώμα μου».

Η κυρά Δέσποινα χαιρόταν και του λόγου της. Γαλουχημένη στη χαρά από τον άντρα της, είχε γίνει κι εκείνη σοφή.

«Είμαστε οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου, έλεγε. Έχουμε παιδιά κι εγγόνια, την υγεία μας και το κεφάλι μας, που μπορεί να γεύεται τις χαρές, ως χαρές».

«Σε  κρατώ Στρατή, αυτός ο τσάμικος είναι δικός σου», του είπε ο δεύτερος που είχε σφιχτοδέσει το μαντίλι στην παλάμη του. Ο Στρατής με το χέρι του να βαστά και να σηκώνει στο σώμα του για ανάλαφρο, σκαρφάλωσε στον αέρα και μετά άφησε όλο του το βάρος να πατήσει βαριά στη γη. Να δείξει ότι βαστά ακόμη γερά.

Το κλαρίνο που συνόδευε, ως να συντονίστηκε με τη διάθεση του, άστραψε και βρόντηξε με τους ήχους του να πλημμυρίζουν το σύμπαν του χωριού.

Ακουγόταν ως τις άκρες του, τα πρώτα σπίτια. Σήμερα κι εκείνα θα μέναν ξάγρυπνα. Η κυρά Δέσποινα δεν έπαυε να καμαρώνει. Η υποταγή της στον άντρα της δεν είχε καμία σχέση υποτίμησης, όπως την αντιλαμβανόταν ο αστικός πολιτισμός, αντίθετα ήταν μια υποταγή στην απόλαυση της ζωής, που το άλλο της μισό, της …επέβαλε.

Η Αντριάνα κοιτούσε με λατρεία τους γονείς της και με την άκρη τού ματιού της τα παιδιά της, που έδειχναν να απορούν, αλλά ταυτόχρονα και να θαυμάζουν και να φουσκώνουν από περηφάνια.

«Αυτός είναι ο παππούς μας που χορεύει», έλεγαν με τα μάτια τους.

«Κι εκείνη η γιαγιά μας, που τον κοιτάζει με λατρεία».

Δεν ήταν συνηθισμένα σε τόσο πηγαίες εξάρσεις χαράς. Αν μάλιστα είχαν προλάβει να μάθουν για τον Διόνυσο, θα τον έβλεπαν στα πρόσωπα των απλών εκείνων ανθρώπων. Ωστόσο οι εικόνες δεν χάνονται. Τουλάχιστον εκείνες που χαρακώνουν τη ψυχή και οι ήχοι που σφύριζαν στ’ αυτιά τους, που κάπως στην αρχή τους ξένιζαν, έπαψαν να τα ενοχλούν. Κρίμα που δεν ήταν εκεί το ξαδελφάκι τους, ο μικρός Στρατής. Θα είχαν ωστόσο κάτι να περιμένουν. Η χαρά που δανείζονταν από τους μεγάλους, θα είχε κι άλλο να δώσει. Αυτό χωρίς να το συνειδητοποιούν, ήταν ένα σπουδαίο μάθημα για το «πώς» η ζωή χειρίζεται το φως και το φως τη ζωή. Εκείνη τη νύχτα στο χωριό, την πιο ολόφωτη.

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Ωδή στη χαρά

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη. Σηκώθηκαν οι φωνές, τα χέρια, άνθισαν τα στόματα που το είχαν ανάγκη. Σηκώθηκε ο Στρατής

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο