Η προεκλογική του καμπάνια ανέδειξε ένα πρόσωπο που υπό φυσιολογικές συνθήκες σε άλλες εποχές μόνο ως πρωταγωνιστής σε θεατρική επιθεώρηση θα είχε τύχη και όχι ως πρόεδρος των ΗΠΑ.
Σήμερα, όμως, ο κ. Τράμπ είναι πρόεδρος της μεγαλύτερης δύναμης στον κόσμο. Και οι αποφάσεις του επηρεάζουν την πορεία όλου του πλανήτη.
Μια απόφασή του λοιπόν την περασμένη εβδομάδα ήλθε να μας θυμίσει ότι αυτός ο εκκεντρικός τύπος, που μόνο πολιτικό δεν μπορείς να τον αποκαλέσεις, στην οικονομία και ειδικά στην επιχειρηματικότητα, είναι πραγματιστής. Και ως Αμερικανός δεν ανέχεται να φεύγουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις σε Ιρλανδία ή Μεξικό λόγω της υψηλής φορολογίας. Αποφάσισε λοιπόν τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 35% σε 15%. Δηλαδή μειώνει τη φορολογία κατά 20%.
Ο επιχειρηματίας Τραμπ γνωρίζει ότι η μείωση της φορολογίας θα σταματήσει την μετανάστευση επιχειρήσεων και θα ενισχύσει την εργασία στο εσωτερικό της χώρας του. Γιατί ο σωστός επιχειρηματίας τα χρήματα που θα γλυτώσει από την καταβολή φόρων θα τα επενδύσει σε εκσυγχρονισμό ή επέκταση της επιχείρησής του με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην αγορά. Που σημαίνει ότι το κράτος σύντομα όσα χάσει από τη μείωση της φορολογίας, θα τα κερδίσει από άλλους πόρους, είτε λόγω αύξησης της παραγωγής, είτε λογω αύξησης της εργασίας και του αριθμού των ασφαλιστικών εισφορών, είτε μέσω αύξησης της κατανάλωσης, αφού περισσότεροι φορολογούμενοι θα έχουν εργασία και θα αγοράζουν προϊόντα που φορολογούνται, είτε ακόμα απ’ ευθείας μέσω της αύξησης του αριθμού των φορολογουμένων, αφού θα μειωθεί η ανεργία.
Αθροιζόμενα δε τα θετικά αποτελέσματα μείωσης της φορολογίας στις επιχειρήσεις, ίσως αποδειχθούν περισσότερα από το ποσόν που αντιστοιχεί στο 20% μείωσης της φορολογίας επιχειρήσεων. Συνεπώς το κράτος και βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (πολύ περισσότερο) θα βγει κερδισμένο.
Αυτήν την απλή λογική, αδυνατεί να την κατανοήσει ο σημερινός πρωθυπουργός για έναν απλό λόγο: Γιατί ουδέποτε έχει εργαστεί, έστω και για λίγους μήνες. Και η θεωρία από την πράξη πολλές φορές απέχει έτη φωτός. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο σημερινός πρωθυπουργός ούτε στον τομέα στον οποίο έχει σπουδάσει, δεν έχει ποτέ εργαστεί.
Τις επιπτώσεις όμως αυτής της τραγικής κατάστασης τις βιώνει με δραματικό τρόπο η αγορά. Μια ελληνική αγορά η οποία σαστισμένη παρακολουθεί τη λογική του παραλόγου αύξησης των φόρων που οδηγεί στον αφανισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι αν δεν στηριχθεί ο ιδιωτικός τομέας δεν πρόκειται να αυξηθεί η παραγωγή, άρα δεν πρόκειται να αλλάξει η σχέση ΑΕΠ/χρέους κάτι που είναι και το ζητούμενο στην αιματηρή προσπάθεια που κάνει εδώ και επτά χρόνια η Ελλάδα των μνημονίων και οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Η κυβέρνηση αντί λοιπόν να ασχολείται με όλα αυτά, στο μόνο που αναλώνει δυνάμεις – γιατί είναι το μόνο που την ενδιαφέρει- είναι η παραμονή της στην εξουσία για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Και επιχειρώντας να υλοποιήσει αυτόν τον στόχο δεν ορρωδεί προ ουδενός και παραβιάζει κάθε μορφή λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της περίφημης φωτογραφικής τροπολογίας προκειμένου να ευνοηθεί ο νέος εκλεκτός της στο χώρο των επιχειρήσεων και των ΜΜΕ (κάπως έτσι δεν ορίζεται η διαπλοκή;) κ. Ιβάν Σαββίδης.
Η ΝΔ έδωσε μια εξαιρετική μάχη στη Βουλή. Αλλά η κυβέρνηση με τη στάση της έδειξε ότι στηριζόμενη στην αριθμητική της πλειοψηφία, δεν υπολογίζει και δεν σέβεται τους θεσμούς. Ο κ. Τσίπρας συνεχώς επικαλείται την πλειοψηφία αυτή που του… χάρισε ο λαός, μάλιστα σε εκλογές μετά την ψήφιση του 3ου μνημονίου.
Μήπως λοιπόν η ΝΔ ως αξιωματική αντιπολίτευση ήλθε η ώρα να στραφεί σε εκείνο που ο κ. Τσίπρας επικαλείται ως στήριγμά του, δηλαδή στο λαό;
Μήπως ήλθε η ώρα να αφαιρέσει από τον κ. Τσίπρα το επιχείρημα ότι «ο λαός είναι ικανοποιημένος και γι’ αυτό δεν αντιδρά»;
Μήπως ήλθε η ώρα να καταλάβει ότι το «φωνή λαού, οργή Θεού», ισχύει και για τους, κατά δήλωσή τους, «αθέους»;
Θέτουμε αυτό το ερώτημα γιατί τα όρια της πολιτισμένης αντιπολίτευσης με την λανθασμένη αντίληψη της ανοχής που εδράζεται στην άποψη «και αυτοί τα ίδια θα έκαναν αν ήταν στην εξουσία», είναι πολύ μικρά και επικίνδυνα, καθώς αν ξεπερασθούν πολύ δύσκολα ανατρέπονται.
Η ΝΔ έχει χρέος να κάνει τα πάντα, όχι για να διώξει την πιο άχρηστη μεταπολεμική κυβέρνηση από την εξουσία και να γίνει η ίδια κυβέρνηση, αλλά για να προλάβει την Ελλάδα ζωντανή. Και αυτό δεν αποτελεί κομματικό, αλλά εθνικό της χρέος.