Guest

Ο Θωμάς


Στο μυαλό του πάντα ταξίδευαν πολλές ιστορήσεις, που στο χρονοσταθμό που διάλεγε να σταματήσει, πηδούσαν μέσα και του έκαναν παρέα. Ήταν δανεικές ιστορίες, που μάζευε τα καλοκαίρια στο χωριό του, από στόματα παππούδων στα καφενεία που σύχναζαν. Δανεικές, γιατί κάθε φορά, κάθε καλοκαίρι για την ακρίβεια, τους τις επέστρεφε με την προτροπή να τις εμπλουτίσουν, για να τις νιώθει για καινούργιες, στο ξανάκουσμά τους. Εκείνοι πάλι δεν του χάλαγαν χατίρι και τις συμπλήρωναν με γεγονότα, πολλά απ’ αυτά από τα χαλάσματα της φαντασίας τους, που είχε αυτήν την ιδιαιτερότητα, με τα προϋπάρχοντα υλικά να σηκώνει ολοκαινούργια κτίσματα. Το ήξερε, μα καθόλου δεν τον πείραζε, όπως τα μικρά παιδιά, που κάθονται και ακούν παραμύθια, ως να ήταν οι μεγαλύτερες αλήθειες και καθόλου δε ζημιώνονται γι’ αυτό. Κατά σατανική σύμπτωση τον έλεγαν Θωμά, όνομα που έμοιαζε για παρωδία, δεδομένης της παροιμιώδους ευπιστίας του.

Ο Θωμάς ήταν υπάλληλος σε κατάστημα ειδών ρουχισμού. Η αγάπη του αυτή για τον «μύθο», συνιστούσε ίσως και το σπουδαιότερο προσόν για τη δουλειά του. Ο λόγος, απλός, αφού αν κάποιο προς πώληση ρούχο τον ενέπνεε, την επόμενη στιγμή σαν να χανόταν από την πραγματική ζωή, τού έδινε ρόλο στον κόσμο της μυθοπλασίας του. Από κει, από το παραλήρημα των εικόνων του, ψάρευε τότε τις πιο κατάλληλες και μ΄αυτές σβάρνιζε και τους πιο μικρούς δισταγμούς τού πελάτη του. Έτσι έμεναν όλοι ευχαριστημενοι, ο ίδιος, ο πελάτης και το αφεντικό, που τον είχε αναγορεύσει σε δεξί του χέρι. Μόνο στις πωλήσεις όμως, δυστυχώς για τον Θωμά, αφού κατά τα άλλα, ο μισθός του κάθε άλλο παρά για ενθουσιασμό ήταν. Δεν παραπονιόταν παρ’ όλα αυτά. Τα έφερνε βόλτα έστω και με τα λίγα.

Apotamieuw

Οι γονείς του ζούσαν στο χωριό και από καιρού εις καιρόν, του έστελναν κάποιο πεσκέσι με το ΚΤΕΛ. Ο ίδιος ανέβαινε να τους δει μονάχα το καλοκαίρι, οπότε και έπαιρνε όλη του την άδεια μαζεμένη. Σ’ αυτό το διάστημα απολάμβανε και την οικογενειακή θαλπωρή, που ποτέ δε ξεθύμαινε, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Το μόνο «αγκάθι» στη σχέση του με τους δικούς του, ήταν η πίεση τής μάνας κυρίως, που του ζητούσε να αποκατασταθεί επιτέλους, μήπως και προλάβαινε κι αυτή να δει κανένα εγγόνι. Τον είχε μονάκριβο βλέπεις. Όμως ο Θωμάς δεν ένιωθε την ίδια ζέση στην ιδέα της οικογένειας, αφού με την οικονομική δυσπραγία που είχε, δεν μετρούσε τις δυνάμεις του ικανές για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Αναπλήρωνε έτσι την έλλειψη της με την επάρκεια των «μύθων» του, που δεν είχαν την ίδια απαίτηση. Ανελλιπώς τους πότιζε με τη δωρεά της ψυχής του και εκείνοι υγραίνονταν και καρποφορούσαν συνεχώς. Τι που ήταν ήδη πατημένα σαρανταπέντε, ένιωθε ακόμα παιδί. Άλλωστε και η φτιαξιά του –δροσερόδερμος που ήταν- βοηθούσε προς αυτή την κατεύθυνση και όλοι τον υπολόγιζαν για τριαντάρη. Δε τους χαλνούσε το χατίρι κι εκείνος και … πολύ το διασκέδαζε, αν δεν κολακευόταν κιόλας. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε για το χωριό, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και κάποιοι εξ’ αυτών περισσότερο.

Ανάμεσα τους η Θεώνη –παλιά συμμαθήτριά του στο δημοτικό- τον μαρκάριζε στενά κάθε καλοκαίρι και φτιασιδωνόταν με κιλά κρέμας μήπως και τον πιάσει στη δροσεράδα, αλλά φευ, αυτό δεν αρκούσε, αφού ο Θωμάς καθόλου δεν την πρόσεχε. Έτσι εκείνη πρόσθετε το ένα καλοκαίρι απελπισίας πίσω απ’ τα άλλο, με το άγχος της να γίνεται βάρος δυσβάσταχτο. Βλέπεις δεν είχε και την απαιτούμενη τύχη, αυτή τη θεόστραβη κυρά, που όλο έμπαινε μπροστά της και όλο την απέφευγε, οπότε γαμπρός … γιοκ. Όμοια λοιπόν κι εκείνη –ίσως το μόνο στο οποίο ταίριαζε με τον Θωμά- κάθε που πλησίαζε καλοκαίρι ονειρευόταν Θωμά στον ύπνο και στο ξύπνιο της. Πέρασαν έτσι σαρανταπέντε χρόνια –μικτά εννοείται, αφού περιλάμβαναν όλη την μέχρι τούδε ζωή τους- χωρίς την ποθούμενη ζεύξη Ρίου-Αντιρίου. Αν και κάποια στιγμή έγινε κι αυτή, η κανονική, οπότε λογικά ήταν η σειρά και τής άλλης …ζεύξης. Του Θωμά με την….

Αχ, βρε Θεώνη να υπήρχε αυτή η κανονικότητα στη ζωή, όπως και στους μύθους που έπλαθες, που σου έκαναν τόσες χάρες…

Στο καφενείο του χωριού εκείνο το καλοκαίρι είχαμε εξελίξεις, αφού προέκυψε η θεία Χαρίκλεια. Χάρις, επί το αμερικανικότερο και θεία λόγω της ηλικίας της. Μεστωμένη, κοντά στα εξήντα, απαστράπτουσα και καταφανώς συγκινημένη, αφού μόλις είχε πατήσει, για πρώτη φορά στη ζωή της, τα πάτρια εδάφη. Γεννημένη στην Αμερική από μετανάστες Έλληνες που άφησαν το χωριό στην αναζήτηση κάποια καλύτερης τύχης. Σπουδαγμένη, επιτυχημένη επιχειρηματίας, παντρεμένη με έναν Τεξανό, που άφησε πρόσφατα το Τέξας και εν γένει τον Νέο κόσμο για τον Άλλο κόσμο, και κυρίως με … αύρα. Φέτος είχε θέσει σκοπό να γνωρίσει τη γη των γονιών της, το χωριό που κάποτε εγκατέλειψαν στην αναζήτηση του αμερικάνικου ονείρου. Έτσι έψαξε, βρήκε και ήρθε στο χωριό, διαβασμένη.

Με τον αέρα του ανθρώπου που επιστρέφει στον τόπο των γονιών του, δε δίστασε, άμα τη αφίξει της να επισκεφθεί το αντροκρατούμενο καφενείο και να αναζητήσει ονόματα και πιθανές συγγένειες μέσα από τη σύναξη των καφενόβιων.

Δεν άργησε να βρει άκρες και μάλιστα με το επικοινωνιακό χάρισμα που διέθετε, δέχθηκε και τις πρώτες προσκλήσεις για τη φιλοξενία της. Τις απέρριψε ευγενικά ωστόσο, αφού ήδη είχε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο της πλησιέστερης κωμόπολης.

Εκείνη την ημέρα, εκείνο το καλοκαίρι, είχε βρεθεί και ο Θωμάς στο καφενείο των «μεγάλων» για τις πολυαναμενόμενες ιστορίες. Εντυπωσιάστηκε από τον αέρα της. Τον ανεπιτήδευτο τρόπο που έψαχνε το «χθες», που χάριν του υπήρχε και που με τον τρόπο του Θωμά το είχε νοσταλγήσει, ως να το είχε ζήσει. Ίσως να ήταν κι έτσι, αφού οι γονείς της ποτέ δεν απογαλακτίσθηκαν από τον γενέθλιο τόπο και σε κάθε ευκαιρία τον περιέγραφαν τόσο ζωντανά, που νόμιζες πως ποτέ δεν είχαν φύγει. Δυστυχώς έμειναν στις περιγραφές μονάχα, αφού ο χρόνος δε μπορούσε να τους περιμένει επ’ αόριστον και έφυγαν με αυτό το παράπονο. Ωστόσο αυτά ανήκαν στο παρελθόν και ο Θωμάς ένιωσε, ειδικά όταν έσφιξε το χέρι της για το καλωσόρισμα –αν και με όλους το ίδιο έκανε- ότι μαζί του έσφιγγε πολλές ιστορίες μαζί, όχι μόνο από το παρελθόν αλλά και από το μέλλον. Αυτές, οι τελευταίες βέβαια, ήταν ασχημάτιστες και ήταν σαν να τον περίμεναν να τις φτιάξει, όπως εκείνος θα διάλεγε. Εν ολίγοις, τα δεκαπέντε κοντά χρόνια διαφοράς, εκμηδενίστηκαν ως εμπόδιο στο μυαλό τού Θωμά που αρνήθηκε να παρακολουθήσει όλες τις λογικές συνεπαγωγές και τις απέρριψε ως υποβολιμιαίες. Τόσο πολύ είχε εντυπωσιασθεί μάλιστα, που κινήθηκε με εξόφθαλμη βιασύνη, μην και προλάβει άλλος, να επιδώσει τον αριθμό του κινητού του στην «Χάρις». Της είπε πως ήταν διαθέσιμος, όποτε αυτή επιθυμούσε, να της δείξει το χωριό και να τη ξεναγήσει στα μικρά μυστικά του. Δεν ήταν προφανώς ο καταλληλότερος, αλλά για κάποιον λόγο η Χημεία ανέλαβε να αμβλύνει αυτή τη λεπτομέρεια. Το γεγονός είναι ότι εκείνη δέχθηκε αμέσως και αποφασίστηκε μάλιστα να βρεθούν το ίδιο κιόλας βράδυ.

Έκτοτε και για τις επόμενες μέρες έκαναν παρέα αχώριστη. Όταν παραέγινε αχώριστη, οι κουβέντες στο χωριό άρχισαν να περισσεύουν και τα κουτσομπολιά να δίνουν και να παίρνουν, μέχρι που έφθασαν στα αυτιά της μάνας τού Θωμά.

–Αει μαρή, τι είναι αυτά που λες, έβαλε τις φωνές στη γειτόνισσα που της πέταξε κάποια μπηχτή, πιο πολύ για να πεισθεί η ίδια, που καθόλου δεν της άρεσε η ιδέα. Εγγόνι με εξηντάρα, πού ξανακούστηκε;

Εκείνη όμως που καίρια φαρμακώθηκε ήταν η Θεανώ, που το όνομα της ολοέν και ταίριαζε περισσότερο για μοναστηριακή καριέρα. Στην αρχή έκλεινε τα αυτιά της, πιο πολύ γιατί δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά μετά τις απανωτές απουσίες του Θωμά από το καφενείο –αδικαιολόγητες όλες- άρχισαν να τη ζώνουν όχι μόνο τα φίδια, αλλά και τα άλλα ερπετά του Νώε. Κάποια στιγμή το πήρε απόφαση να συναντηθεί μαζί τους. Παραφύλαξε και κατά το απόγευμα, που επέστρεφαν στο χωριό από μια βόλτα –αύριο θα μαθαίναμε από που, από τα νέα του χωριού- έσκασε μπροστά τους σαν βλήμα εδάφους εδάφους. Δεν είχε συγκεκριμένο σχέδιο, αλλά ήλπιζε, τι ακριβώς και η ίδια αγνοούσε. Το ψυχρό «γεια» που εισέπραξε πάντως, κύλησε παγάκι στην πλάτη της. Αυτό ήταν.

Ο κύβος –όχι μόνο ο παγωμένος- είχε ριφθεί.

Η Χάρις, από κείνη τη μέρα, έπαψε να είναι «θεία», αφού το όνομα της στην παραφιλολογία του χωριού είχε αρχίσει να σπιλώνεται από διάφορες ιστορίες ακολασίας. Ο δε Θωμάς από ωτακουστής ιστοριών είχε γίνει … άθελά του, πρωταγωνιστής τους.

Τώρα οι επόμενες ιστορίες του θα είχαν ένα πρόβλημα. Δε θα μπορούσαν να έχουν χώρο για δανεική μυθοπλασία, αφού θα τις ήξερε από πρώτο χέρι.

Όσο για τη Θεανώ, μάλλον από τούδε και στο εξής θα άρχισε να ονειρεύεται στη θέση των καυτών καλοκαιριών, παγερούς χειμώνες.



Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!


 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Ο Θωμάς

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.


Ο Θωμάς

 

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο