ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Αγαπούσε τη θάλασσα. Κάθε πρωί όμως, κολυμπούσε σε πελάγη από …τυριά και σαλάμια. Διατηρούσε τυροπιτάδικο πάνω σε κεντρικό δρόμο, στις παρυφές τού δήμου του Αγ. Δημητρίου. Από παιδί είχε μάθει να δουλεύει. Στα είκοσι και εικοσιπέντε του, ξεχνούσε ακόμα και να κοιμηθεί. Λιανική στην αρχή, μετά χονδρική για μια οκταετία και μετά πάλι στη λιανική. Με τη διαφορά πως δεν εγκατέλειψε ποτέ το παρασκευαστήριο και πελεκούσε παρέα του το ζυμάρι, κάθε πρωί, αξημέρωτα. Στα μικρά διαλείμματα της δουλειάς του πάντως, πρόλαβε και παντρεύτηκε και με τη φόρα τής τυρόπιτας, ξεφούρνισε και δυο παιδιά.
Χρόνο με τον χρόνο, μεγάλωσαν κι αυτά, όπως και ο ίδιος, που δεν έπαψε να αγωνίζεται μέχρι τώρα, στα αισίως μετρημένα σαρανταπέντε χρόνια του.
Με κάποια δόση υπερβολής, θα λέγαμε ότι ήταν συνομήλικοι αυτός και η δουλειά του, αφού από τα λεγόμενα του και παιδί που ήταν ακόμα, τα χέρια του σκέπτονταν πιο μπροστά απ’ το μυαλό του. Πολλές φορές ωστόσο, έπιανε τον εαυτό του να δουλεύει μηχανικά και τον Θοδωρή της ψυχής του, να τον έχει ασώματο μεταφέρει αλλού, σε θάλασσες και σε πλεούμενα.
Την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Ήταν συνεχώς πρωταγωνίστρια των μυστικών του αποδράσεων από την καθημερινότητα. Έτσι κάπως ξεγελούσε τον εαυτό του, με μικρά δωράκια στη θέση του μεγάλου που ήθελε. Ένα σπίτι κοντά της και ένα βαρκάκι για ψάρεμα. Ήταν και οι άλλοι, που τον μακάριζαν για την τακτοποιημένη του ζωή και αυτό τού νάρκωνε τις όποιες επαναστατικές εξάρσεις. Δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή –βολική ήταν άλλωστε- από το να τους πιστεύει και κάπως έτσι, συνέχιζε να δουλεύει από τις πρώτες πρωινές ώρες, έως αργά το απόγευμα και με την ίδια ένταση να φτιάχνει, να συσκευάζει, να δέχεται παραγγελίες και όλα αυτά αδιαλείπτως, λες και ο χρόνος ήταν συνεννοημένος να του στερεί κάθε δικαίωμα διαφυγής. Η θάλασσά του θα μπορούσε να περιμένει. Για πόσο όμως; Απ’ αυτόν τον δυνάστη χρόνο δεν είχαν εξαιρεθεί μήτε οι Κυριακές. Επικίνδυνες μέρες, καθώς αφήνουν στο ξαπόσταμα τους να ονειρεύεται ο καθείς την δική του, προσωπική απόδραση. Ακόμη και τότε, σηκωνόταν νωρίς, να προλάβει τον ήλιο και να απλώσει τα ζεστά σφολιατοειδή στη βιτρίνα του. Νωρίτερα και από τις υπνώττουσες καμπάνες της εκκλησίας. Έτσι ζητούσε απ’ τους άλλους πιστούς να ανάψουν ένα κεράκι και για κείνον, για τα όνειρα του, που δεν προλάβαινε όμως να τους τα μεταφέρει και έτσι ως άδηλα, έμεναν απραγματοποίητα.
Το μαγαζί τού Θοδωρή ήταν ένα από τα δύο σημεία αναφοράς της γειτονιάς μας.
Το άλλο ήταν ο φούρνος. Με τη διαφορά ότι στον φούρνο, από καιρού εις καιρόν έβλεπες μια εναλλαγή στα πρόσωπα που εργάζονταν εκεί, ενώ ο Θοδωρής παρέμενε ακλόνητος, χρόνια στο ίδιο πόστο. Όσο πρωί κι αν σηκωνόσουν, το μαγαζί του φωτοβολούσε σα πυγολαμπίδα στη σκοτεινιά τής ώρας. Ακόμη και τότε όμως, στην προσδοκία σου ότι θα τον έβρισκες εκεί στις έξι το πρωί, λίγο πιο χαλαρό να ανταλλάξετε μια δυο κουβέντες, εισέπραττες τη διάψευση της.
Ήταν η ώρα που έπιανε τα καθαριστικά και …έγλειφε, πότε το πάτωμα και πότε τα τζάμια, μέχρι και έξω, το φαρδύ πεζοδρόμιο, έτσι που να είναι όλα στη θέση τους, τακτοποιημένα και καθαρά, κατά πως τα ήθελε. Εννοείται ότι είχε και υπαλλήλους που εκόντες άκοντες ακολουθούσαν τους ρυθμούς του, μέχρι τη λήξη της βάρδιας τους. Εκεί πιθανότατα θα άφηναν πίσω και την έγνοια τους για το μαγαζί, κάτι που δεν ίσχυε καθόλου για τον ίδιο. Φαντάζομαι πως ακόμα και στον ύπνο του θα αγκάλιαζε το μαξιλάρι του για σφουγγαρόπανο. Θεωρώ όμως πως το «κορυφαίο» του, θα ήταν στο παραμιλητό του, το «ευχαριστούμε, ευχαριστούμε πολύ που μας προτιμήσατε». Την ευγενική επωδό του δηλαδή, σε κάθε μικρή του πώληση.
Ήταν τόσο εθιστική αυτή η εικόνα κάθε πρωί, που την …άκουγες και την …μύριζες, αρκετά πριν φθάσεις στο μαγαζί. Έτσι που όταν σου έλεγε καλημέρα, νόμιζες ότι την είχες ξανακούσει.
Σήμερα –πρωί, ξημερώματα- κίνησα για τον πρώτο καφέ της ημέρας ή τον τελευταίο αν θέλετε, για κάποιους ξενύχτηδες, που όχι σπάνια συναντούσα εκεί τη συγκεκριμένη ώρα, να επιστρέφουν από διασκέδαση. Είχα σκοπό να κάτσω, να απολαύσω την πρωινή ησυχία, αυτή τής γειτονιάς λίγο προτού ξυπνήσει, να δω τους πρώτους εργάτες της μέρας, που έδειχναν μια αναπάντεχη ζωηράδα για τόσο άγουρη ώρα και να ακούσω την ομοβροντία από τις καλημέρες του Θοδωρή στις μονόβολες δικές τους. Από την άλλη ήθελα να δω και τον ίδιο, γιατί τελευταία μου φαινόταν πολύ κουρασμένος, στα όρια σχεδόν τής κατάρρευσης.
Ήταν ένα κλασικό φθινοπωρινό πρωινό. Υπέροχα δροσερό, υπέροχα ήσυχο, υπέροχα κατάλληλο, για την πρώτη απόλαυση τής ημέρας. Πλησιάζοντας με τη φόρα που είχα, φώναξα …πιο πολύ για να τον προλάβω, να βάλει μπρος τη διαδικασία του καφέ. Τρία βήματα μετά, είδα στη θέση του τη Δήμητρα. Την καλημέρισα και το βλέμμα μου έψαξε τον Θοδωρή. Ήταν ο Γιώργος στη θέση του.
–Τι έγινε το αφεντικό σήμερα; Ρώτησα με έκπληξη, αφού δεν μας είχε συνηθίσει σε απουσίες. Η Δήμητρα χαμογέλασε.
–Σήμερα θα σας κάνουμε εμείς παρέα.
–Είναι καλά;
–Ναι καλέ, μια χαρά είναι και … εκεί που είναι θα είναι, ακόμα καλύτερα.
Πήρα μιαν ανάσα ανακούφισης και ρώτησα με το … βλέμμα μου. Η Δήμητρα χωρίς να πάψει να χαμογελά, ανταποκρίθηκε ακαριαία.
–Σας ευχαριστούμε πολύ, σας ευχαριστούμε για την προτίμηση σας, αλλά σήμερα θα σας τον στερήσουμε. Του έτυχε μια παραγγελία στο … Αγγίστρι και έφυγε με το μαγιό του και τις πετονιές του.
Το είπε και έσκασε στα γέλια.