Ρωμαλέα στάθηκε εμπρός μου, εκπρόσωπος της γενιάς του,
Στα μάτια μου ήθελε να δει πόσο ο κόσμος άλλαξε, πόσο ό ίδιος
μπορούσε να το δει.
Γέμισε την άδεια χούφτα του με το χέρι μου, σφιχτά, με
τη δύναμη που θυμόταν και μου ζήτησε συγγνώμη.
Άργησε λίγα λεπτά.
Ο χρόνος ήταν πλέον παλιός του γνώριμος κι όταν δεν τον υπολόγιζε
σωστά, περνούσε στις εξηγήσεις.
Εγώ ήμουν η μισο-επόμενη γενιά, ανάμεσα σε κείνον και το παιδί του,
το υποθετικό, το πραγματικό.
Με ζύγιαζε κάθε που μου ριχνε το βλέμμα του.
–Γέρασε η καρδιά σου, για βαστάει ακόμας; με ρωτούσε.
Από την ένταση της χειραψίας μας, από τη ζέστα της θα καταλάβαινε.
Μπορούσε πια να το κάνει.
–Γράφεις ακόμα; Ήταν η επόμενη ερώτηση.
Ήθελε να ακούσει πως «ναι, γράφω ακόμα και δεν έχω σκοπό να σταματήσω».
Δεν του χάλασα χατίρι. Νομίζω πως ήταν σίγουρος για την απάντηση, αλλά
ήθελε να την ακούσει από το στόμα μου, όπως ένας ερωτευμένος ζητάει
το «σ’ αγαπώ» απ΄την αγάπη του.
–Και τί γράφεις τώρα;
–Την ανάγκη μου, τού απάντησα αινιγματικά. Αν θες ποίηση, το λες και ποίηση.
–Να γράφεις… πάντα να γράφεις… να λες κι όταν δε σ’ ακούνε. Να μή χάνονται.
–Ποιός έχει κέφι πια ν’ ακούσει. Τόσα και τόσα βούλωσαν τ’ αυτιά τους. Αρνούνται.
–Μην ακούς τι λένε. Πάντα υπάρχει ένα δωμάτιο να φιλοξενεί.
–Συνάδελφε θες να τα πούμε λίγο στο δωμάτιο που μου λες;
–Συνάδελφε;
–Ναι… συνάδελφε. Την ίδια γλώσσα μοιραζόμαστε. Με ακούς. Προλαβαίνεις και ακούς πριν εγώ να γράψω. Έμεινε σιωπηλός. –ξέρεις ότι είναι έτσι, συνέχισα, γι’ αυτό αγωνιάς, μην πάψω και γράφω και πάνε χαμένα όσα που μού λες.
–Συνάδελφος λοιπόν… αρνήθηκε τη σιωπή του, –επειδή το ίδιο σφίξιμο σφίγγει τα στομάχια μας.
–Ναι επειδή τα χέρια μας ακόμα δε νερούλιασαν.
Σηκώθηκε με την αγκαλιά του όρθια, να πιάνει ό,τι μπορεί παραπάνω και ήρθε κατά πάνω μου. Ένα βήμα πριν με καταπιεί έμεινε ακίνητος.
–Δως μου το χέρι σου συνάδελφε… δεν είσαι γυναίκα να σε σφίξω. Δως μου το χέρι σου να δεις τι πάει να πει τανάλια.
Τα στομάχια μας λύθηκαν. Το ποίημα που φτιάχτηκε, το ζουλήξαμε στις παλάμες μας. Δεν επρόκειτο να φύγει ποτέ από δαύτες.