Άσχετα αν ο υπουργός Οικονομικών, όπως αποκαλύψαμε στο άρθρο «Βαρουφάκης vs Βαρουφάκη», ερχόταν σε σύγκρουση με όσα έλεγε πριν μερικά χρόνια ο ίδιος ως καθηγητής και οικονομολόγος, στην πραγματικότητα έχει αντιληφθεί στο έπακρο πώς μπορεί να αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό του Έλληνα για κάθε τι καινούργιο- έστω και αν είναι απροσδιόριστο- και την απέχθειά του για οτιδήποτε τον έχει κουράσει ή προσβάλει, έστω και αν μακροπρόθεσμα του εξασφάλιζε σταθερότερες προοπτικές.
Ο κ. Βαρουφάκης γνωρίζει ότι είναι υπουργός μιας νέας κυβέρνησης η οποία για να εκλεγεί στηρίχθηκε στην ελπίδα που μπορούσε να φέρει στον ελληνικό λαό για κάτι καλύτερο, σε μια εποχή ζοφου, πόνου, ανεργίας και οικονομικής ανέχειας που ως αποτέλεσμα είχε και την απώλεια της εθνικής υπερηφάνιας. Γιατί όταν ένας λαός επί πέντε χρόνια μόνο πληρώνει και βλέπει ότι οι κυβερνήσεις του συνεχώς δανείζονται χωρίς να του δίνουν κάποια προοπτική για βελτίωση των οικογενειακών του οικονομικών, τότε ξεφεύγει από τη σφαίρα του ρεαλισμού, αποζητά την οποιαδήποτε αλλαγή του προσφέρει έστω και μια ψευδεπίγραφη ελπίδα και μπαίνει στη λογική της ρήσης ότι «ο δούλος δεν έχει να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του».
Η απελπισία, έχει αποδειχθεί ιστορικά, ότι είναι ο χειρότερος σύμβουλος για έναν λαό. Αυτήν την απελπισία και την ελπίδα για κάτι καινούργιο εκμεταλλεύεται στο έπακρο η παρούσα κυβέρνηση. Και μπορεί να πει κάποιος ότι «καλά κάνει». Και ίσως αυτό έχει μια κάποια βάση. Ωστόσο επειδή το τελευταίο διάστημα βλέπουμε ότι οι περισσότερες δηλώσεις και το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ εξαντλούνται στον τομέα της επικοινωνίας και λιγότερο της ουσίας, είναι πιθανόν αυτή η τακτική γρήγορα να εξανεμιστεί και να γυρίσει μπούμεραγκ σε βάρος της κυβέρνησης.
Μέχρι σήμερα λοιπόν η επαναστατικότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εξαντλείται σε δηλώσεις και μόνο που δημιουργούν ένα επικοινωνιακό τοπίο πρόσκαιρα ευνοϊκό. Έτσι, μετά τις προεκλογικές επαναστατικές δηλώσεις για σκίσιμο του μνημονίου και τις μετεκλογικές ρητορίες ήλθε η προσγείωση και το μνημόνιο μετετράπη σε «συμφωνία». Η τρόικα μετονομάσθηκε σε «θεσμούς», η παράταση του μνημονίου σε «γέφυρα», η απομάκρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων έγινε «εθνικά επωφελείς επενδύσεις», ο ΕΝΦΙΑ έγινε «φορολογία Μεγαλής Ακίνητης Περιουσίας» (το «μεγάλης» δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί), το τζάμπα ρεύμα στα νοικοκυριά γίνεται κάλυψη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι 300 κιλοβατώρες (όπως ίσχυε μέχρι σήμερα στο κοινωνικό τιμολόγιο) και όπως ευφυώς ανέφερε σε γελοιογραφία του στην «Καθημερινή» ο κ. Πετρουλάκης «και ο Αντώνης Σαμαράς άλλαξε σε Αλέξη Τσίπρα».
Άρα, ουσιαστικά, η νέα κυβέρνηση την πολιτική της προηγούμενης ακολουθεί, αλλά την πακετάρει διαφορετικά. Βάζει άλλο περιτύλιγμα… Πιο όμορφο… Εθνικά πιο υπερήφανο… Δηλαδή ισχύει η εξής λογική: «Δεν θα μου πεις εσύ ποιες περιοριστικές πολιτικές θα κάνω… Θα σου πω εγώ ποιες περιοριστικές πολιτικές θα μου ζητήσεις να κάνω… Και αν δεν ικανοποιήσαι βρε αδερφέ, εδώ είμαστε για να τα διορθώσουμε… Δεν χάθηκε ο κόσμος…»
Βέβαια το μόνο που χάνεται στο εξωτερικό είναι η αξιοπιστία της Ελλάδος, αλλά στο εσωτερικό ταΐζουμε «αξιοπρέπεια» τον ελληνικό λαό και κερδίζουμε χρόνο. Το ερώτημα βέβαια είναι: πόσο εξιοπρεπείς θα νιώθουμε όταν θα εκλιπαρούμε τους δανειστές μας για να μη χρεοκοπήσουμε;
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ζήτησε από τους υπουργούς του «λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά». Είναι προφανές ότι έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται όχι μόνο τις αντιφάσεις που προκαλούν οι συνεχείς δηλώσεις, αλλά και την έλλειψη ουσίας στην άσκηση πολιτικής, αφού προκαλείται σύγχυση στην κοινωνία αλλά και γενικότερα σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ακόμα και στους δανειστές και εταίρους μας.
Δυστυχώς όμως για τον κ. Τσίπρα η ίδια σύγχυση προκαλείται και στο εσωτερικό του κόμματός του, γεγονός που το έχει αντιληφθεί και το φοβάται ο πρωθυπουργός, με αποτέλεσμα να καταφεύγει σε τερτίπια με τον κανονισμό της Βουλής, ώστε να μην υπάρξει ψηφοφορία για τη νέα συμφωνία που υπέγραψε με τους εταίρους μας.
Η απόφαση, να εξαντληθεί η συζήτηση για την επέκταση του μνημονίου, σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, μόνο θλίψη και ανησυχία προκαλεί καθώς η νέα κυβέρνηση δείχνει ότι φοβάται την κοινοβουλευτική της ομάδα. Αφού η νέα σύμβαση – έστω και αν θεωρείται «γέφυρα»- περιέχει νέους όρους, ακόμα και αν αυτοί οι νέοι όροι είναι επωφελείς για τον λαό, πρέπει να ψηφιστούν από την ελληνική Βουλή. Αλλά και απλή παράταση της προηγούμενης συμφωνίας να είναι, επίσης πρέπει να ψηφιστεί από τη Βουλή, όπως έπραξε και η προηγούμενη κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, όταν επεξέτεινε τη συμφωνία έως 28 Φεβρουαρίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ για διάφορες κοινοβουλευτικές πρακτικές που ακολουθούσε προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική της είτε με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου είτε φέροντας τις συμφωνίες με τηδιαδικασία του κατεπείγοντος σε ένα άρθρο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να διαφοροποιηθούν οι βουλευτές. Τώρα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ επιλλέγει μια δύωρη συζήτηση χωρίς ψηφοφορία, στην οποία κανείς βουλευτής δεν θα μπορεί να λάβει το λόγο, για το βασικότερο στοιχείο της πολιτικής του που αφορά στο μνημόνιο. Και τούτο όταν στα κομματικά του όργανα έχει γίνει όχι μόνο εξαντλητική συζήτηση αλλά και ψηφοφορία!!! Με τον τρόπο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει επικίνδυνα μονοπάτια για πολιτικές πρακτικές που θέτουν το κόμμα πάνω από το Κοινοβούλιο. Μονοπάτια που θυμίζουν εποχές Σοβιετικής νοοτροπίας και πολιτικής λογικής… Αλλά, σε τελική ανάλυση, εφόσον η συμφωνία είναι καλή και προς όφελος του ελληνικού λαού, γιατί αρνείται από τους αντιπροσώπους του λαού να την επικυρώσουν με την ψήφο τους;
Όλα αυτά δείχνουν μια σύγχυση στην πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Και αυτή η σύγχυση επιτείνεται με το αλλαλούμ που επικρατεί γύρω από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν για να συγκεντρωθούν τα χρήματα για να πληρωθούν οι υποχρεώσεις της χώρας μέχρι τον Ιούλιο που φθάνουν στα 15 δις ευρώ. Για τις υποχρεώσεις του Μαρτίου, η κυβέρνηση φαίνεται να επιλέγει τη μη πληρωμή σε δικαιούχους υποχρεώσεων που έχει αναλάβει όπως η πληρωμή των οικογενειακών επιδομάτων, του επιδόματος θέρμανσης, ο περιορισμός της χρηματοδότησης των νοσοκομείων, τα διαθέσιμα σε repos των Ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και η παρακράτηση αγροτικών επιδοτήσεων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, που και παράνομο είναι, αλλά και αντιαναπτυξιακό.
Η πολιτική εμπειρία έχει δείξει ότι, αν μια νεοεκλεγμένη κυβέρνηση δεν ακολουθήσει σταθερή πολιτική και αντί για την ουσία επενδύει στην επικοινωνία ή ακόμα χειρότερα, αν προσπαθήσει να αντικαταστήσει την ουσία στην πολιτική με την επικοινωνία στην πολιτική, τότε σύντομα ο αρχικός ενθουσιασμός μετατρέπεται σε σύγχυση, η σύγχυση σε ανησυχία, η ανησυχία σε αβεβαιότητα, η αβεβαιότητα σε απογοήτευση και η απογοήτευση σε οργή. Μπορεί τα στάδια των μεταπτώσεων να φαίνονται πολλά, αλλά ο πολιτικός χρόνος πλέον είναι μικρός και καλύπτεται σύντομα. Έτσι λοιπόν ο κ. Τσίπρας αντί να περιορίζεται σε συστάσεις για «λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά» καλό θα ήταν αφού κάνει την αυτοκριτική του για τη διάσταση προεκλογικών και μετεκλογικών λόγων και πολιτικών πρακτικών, να ζητήσει ευθέως τη στήριξη του λαού και των κομμάτων στη νέα πολιτική πραγματικότητα και να πορευθεί με όσους θέλουν πράγματι να βαδίσουν τον δρόμο του ρεαλισμού και της λογικής. Στο δρόμο αυτό, όχι μόνο μπορεί να κάνει πολλά που θα βελτιώσουν τη ζωή των πολιτών, γιατί από τον Ιούνιο του 2014 και μετά από την προηγούμενη κυβέρνηση είχε χαθεί η απλή, η κοινή λογική, αλλά θα βρει και πολλούς συμπαραστάτες και εντός αλλά και εκτός Βουλής.
Γελοιογραφία είναι του Ανδρέα Πετρουλάκη στην Καθημερινή