Έκτοτε η ζωή του κύλησε στρωμένη με όνειρα και αγκάθια, με ήλιους και σκοτάδια, με γονείς και ορφάνια των …γονέων. Το όνειρο του ήταν να γίνει ντράμερ.
Έγινε, ωστόσο από ένα σημείο και μετά, αντί τις μπαγκέτες στα τύμπανα, ήταν το κεφάλι του που χτυπούσε στον τοίχο. Ήταν τόσο ναρκωτική αυτή η συνήθεια μάλιστα, που άρχισε να την αγοράζει από βαποράκια τής στεριάς. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενα του, η αιτία ήταν μια γκόμενα που τα είχε μπλέξει κάποτε, που τον …παραμύθιαζε με το ίδιο παραμύθι που βύζαινε και την ίδια. Ύστερα την έχασε, κυριολεκτικά, μεταφορικά, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει και του έμεινε το θλιβερό της αποτύπωμα. Ζωή στον δρόμο μετά, σκυφτή, πολύ σκυφτή, που σωματοποιήθηκε σε καμπούρα μόνιμη. Σε σημείο που δεν μπορούσε να ισιώσει μήτε τη ζωή του μήτε το κορμί του. Παρέμενε σε σχήμα πετάλου σε μια άκρη ή μια μέση τού δρόμου, ανάλογα, εκλιπαρώντας σιωπηλά για το αντίτιμο της καθημερινής του δόσης. Εκεί μάζευε όλη μέρα λόγια εσωτερικά, έως κάποια απροσδιόριστη στιγμή που σήκωνε το κεφάλι του, μισοτεντωνόταν και εκτοξευόταν σα σκύλος που μύριζε τα σημάδια άλλων σκύλων, στον δρόμο, με μιαν δυσεξήγητη ενεργητικότητα και πάντως, χωρίς προφανή κατεύθυνση. Τότε ήταν που του έβγαιναν όλα μαζεμένα, αν και τα περισσότερα ήταν λόγια ακατάληπτα, μέσα από τη θολή εκφορά τους. Τότε ήταν που τα έβαζε με όλους. Με τον έμπορα που τον ξεγέλασε, με τον καταστηματάρχη που τον έδιωξε, με το σύστημα που τον ανέθρεψε, με τον πατέρα του, που τον παράτησε στη τύχη του.
Όλη η περιοχή τον γνώριζε. Με το μικρό του. Κανείς δεν ήξερε πως έφτασε εκεί, με ποιον τρόπο και με ποια παραίτηση. Κατά βάθος επειδή δεν ενδιέφερε και κανέναν. Ωστόσο η συνήθεια της εικόνας, τον είχε κάνει σχεδόν απαραίτητο. Κάποια στιγμή μάλιστα που τον είχαν μαζέψει με ασθενοφόρο για κάποιο νοσοκομείο –σε ώρα μάλλον νυχτερινή- και τον είχαν κρατήσει μέσα για τις επόμενες μέρες για εξετάσεις, όλοι αναρωτιούνταν τι να απέγινε. Είναι φοβερό πόσο αυξάνει το ενδιαφέρον για έναν άνθρωπο, όταν αυτός δεν είναι εκεί να το αισθανθεί. Εννοείται βέβαια ότι μετά από αυτήν την ολιγοήμερη απουσία και στην επανεμφάνιση του, όλοι αναστέναξαν με ένα είδος ανακούφισης. Δεν είναι να παίζεις με τις εικόνες ούτε με τις μικρές βεβαιότητες της καθημερινότητας.
Χάρηκε τότε ο κακομοίρης που όλοι τον ρωτούσαν, μα σαν κινούσε να τους εξηγεί, όλοι τον άκουγαν με το ένα μονάχα αυτί, ενώ το άλλο τούς τραβούσε να συνεχίσουν την πορεία τους. Έτσι απέμενε να τα λέει στον εαυτό του και να βιάζεται κιόλας να συμπληρώσει και τις λεπτομέρειες, μην αυτομολούσε κι ο εαυτός του και δεν είχε που να τα πει. Δεν διέθετε βλέπεις και τη συσκευασία που θα έθελγε, για να τους κρατήσει. Είχε και αυτή τη χαρακτηριστική μυρωδιά της απλυσιάς, που ως γνωστόν έχει κριθεί εξοβελιστέα από τα στάνταρτς του σύγχρονου πολιτισμού. Ο ίδιος προφανώς την είχε συνηθίσει και δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ίσως να μην την υποψιαζόταν καν. Δυστυχώς για κείνον μόνον κάτι ψείρες δεν φάνηκαν να ενοχλούνται από δαύτη. Πάει καιρός τώρα, που είχαν βρει καλή φιλοξενία στην πλούσια ολόλευκη κόμη του. Κόμη που για λίγο και εξ’αιτίας τους, την είχε κι αυτή αποχωριστεί, αφού στα δημόσια ιατρεία τού έγραψαν ως συνταγή «κούρεμα με τη ψιλή».
Κατά τα λοιπά, ένας τύπος ξερακιανός ήταν η πιο πιστή παρέα του. Με το αζημίωτο φυσικά για τον ίδιο, με το ζημιογόνο για τον Κωσταντή.
Τι να έκανε όμως, είχε δοκιμάσει και τη μεθαδόνη, αλλά δεν το κράτησε για πολύ. Μας έλεγε εντούτοις ότι θα προσπαθήσει πάλι και αυτή τη φορά θα το κρατήσει.
Το επανελάμβανε και σε μένα, σε τακτά μάλιστα διαστήματα, αφού ανήκα στον περίγυρο των εικόνων του. Με κέντρο πάντα τον ίδιο, μια σκεβρωμένη φιγούρα που σχεδόν ποτέ δεν την είχα δει να τρώει. Μόνο έπινε. Κάποια κερασμένη πορτοκαλάδα με ανθρακικό και ένας καφές ήταν οι πιο κανονικές του απολαύσεις. Τίποτα παραπάνω. Δεν ήταν να απορεί λοιπόν κανείς για το λιπόσαρκο φορτίο του. Είχε και φίλους –με τη διευρυμένη έννοια του όρου- κάποιους που σταθερά τον ενίσχυαν – σχεδόν καθημερινά – στην μαραθώνια προσπάθεια για τα χρειαζούμενα της δόσης του. Μέχρι να συγκεντρώσει το εικοσάευρο, οπότε τα μάζευε και αποσυρόταν σε κάποια γωνιά, σε κάποια εσοχή πολυκατοικίας ή όπου αλλού έκρινε τόπο πρόσφορο να γευτεί τον μικρό του θάνατο. Είχε κι ένα ημερολόγιο προσφορών, που κρατούσε αποτυπωμένο στο κεφάλι του, ώστε να μην ζητήσει τη μικρή εισφορά από το ίδιο πρόσωπο σε δύο μέρες κολλητές. Μέρα παραμέρα του ήταν ικανοποιητικό. Όταν πάντως σε πλησίαζε, το έκανε πάντα με ένα τρόπο πολύ διακριτικό, συζητώντας διάφορα, τις περισσότερες φορές μικρά, της δικής του επικαιρότητας θέματα. Στο τέλος όμως, εκεί που έπεφτε η αυλαία τής μικροπαράστασης, ήσουν προετοιμασμένος για την μικρή εισφορά. Μισό ευρώ είχε ορίσει ως αντίτιμο. Το ζητούσε δειλά, σαν να ντρεπόταν, ωστόσο η ανάγκη τον ξεπερνούσε. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω.
Αυτή ήταν η καθημερινότητα του Κωσταντή. Ωστόσο, προχθές έγινε και το κάτι τις παραπάνω. Τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου με ύφος που έλαμπε από χαρά. Κράδαινε στα χέρια του ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ και μου το έδειχνε. Υπάρχει Θεός, έλεγε και ξανάλεγε. Μια κυρία τού το είχε δώσει πριν από δύο λεπτά.
« Έλα, έλα, μου φώναξε, σήμερα θα κεράσω εγώ. Υπάρχει Θεός».
Αχ, βρε Κωσταντή.