γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Κάποτε, πριν από δυο-τρεις αιώνες, ζούσε στο σημερινό Κάλινγκραντ (τότε ονομαζόταν Καίνιξμπεργκ και ανήκε στην Πρωσία), ένας μάλλον ευχάριστος Γερμανός. Σπούδασε άλλοτε κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο, κι άλλοτε παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Έζησε όλη του τη ζωή στη γενέτειρά του, διακρινόμενος για την εντυπωσιακή του ακρίβεια: λέγεται μάλιστα πως οι κάτοικοι της πόλης ρύθμιζαν τα ρολόγια τους ανάλογα με το πότε αυτός έκανε τον καθημερινό του απογευματινό περίπατο. Κι αν το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με την εξέλιξη της φιλοσοφίας, ο ίδιος δεν δέχθηκε καμιά ηθική ελαστικότητα, θέτοντας την έννοια του καθήκοντος πάνω από κάθε σύμβαση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ιμμάνουελ Καντ.
Η καντιανή ηθική είναι ένα σύνθετο σύστημα, βασισμένο όμως σε αρχές απλές. Μια από αυτές είναι πως για να κρίνουμε το τί είναι ορθό και τί όχι, αρκεί να σκεφτούμε πως θα ήταν ο κόσμος σε περίπτωση που οι πράξεις μας αποκτούσαν ισχύ καθολικού νόμου. Αν π.χ. ένα άτομο επιθυμεί να κλέψει, τί θα συνέβαινε εφόσον μαζί του έκλεβαν όλοι οι συμπολίτες του; Αν ένα άλλο προτιμά να λέει «καλημέρα» σε κάθε περαστικό, πως θα ήταν το περιβάλλον του; Και κάπου εδώ έρχεται η AirBnb.
Αφήνοντας για λίγο παράμερα τον Καντ, οφείλω πιθανότατα να σημειώσω κάτι προσωπικό: πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας στο Κουκάκι. Την περίοδο εκείνη, μεταξύ 2003 και 2008, η περιοχή διέθετε τα χαρακτηριστικά περισσότερο μιας μεγάλης γειτονιάς παρά αθηναϊκής συνοικίας. Στο γήπεδο όλοι χειροκροτούσαν την τοπική ομάδα, ακόμη κι αν επρόκειτο για παιδιά δημοτικού. Οι συνομήλικοί μου έπαιζαν ποδόσφαιρο στο δρόμο και τα πάρκα ήταν γεμάτα. Υπήρχαν ακόμη δυο-τρία παλιά καφενεία γεμάτα παππούδες με ρεμπέτικες ή πολεμικές αναμνήσεις. Τους ηθικούς κανόνες τους μάθαινες άμεσα πλην βίαια: τα πρώτα σημάδια στο δέρμα μας ήρθαν σαν αποτελέσματα της υπερεκτίμησης της δύναμής μας και τις υπέρμετρης διάθεσης για μπλεξίματα. Βέβαια τώρα τα σημάδια αυτά έγιναν παράσημα, άκομψα λογοτεχνήματα σε καιρούς όπου τα χέρια δεν αρκούν για να αντιμετωπίσεις την όποια αδικία.
Το Κουκάκι της περασμένης δεκαετίας λοιπόν ήταν μια μικροαστική περιοχή, με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά. Έβλεπες παιδιά να παίζουν στα πάρκα με ακριβές παιχνιδομηχανές και λίγα μέτρα μακρύτερα μαχαιριές για δύο ευρώ. Έλληνες, μετανάστες, μικροαστοί, πένητες, άστεγοι, καλλιτέχνες, ναρκομανείς, τρέξιμο και γροθιές, χαμόγελα. Όλα πάντως σε μια περιέργως συνεκτική κοινωνική δομή, στα πλαίσια της οποίας ο καθένας γνώριζε τον διπλανό του. Δεν τολμούσε κανένα κράτος να κόψει το ρεύμα από μια γριούλα, δεν υπήρχε καμία περίπτωση μια φωνή να μη βρει ανταπόκριση. Αυτά τελείωσαν με την έλευση της νοοτροπίας της AirBnb.
H AirBnb πρακτικά διέλυσε τον κοινωνικό ιστό των γειτονιών που μεγάλωσα. Το ζήτημα διαθέτει μια λογική συνέχεια: η αύξηση των ενοικίων που προκλήθηκε, έδιωξε τους περισσότερους παλιούς κατοίκους. Λογικό. Κανένας μεροκαματιάρης δεν μπορεί να δίνει 600 ευρώ για τη στέγη του όταν ο μέσος μισθός δεν υπερβαίνει τα 400 ευρώ. Έπειτα, τα σπίτια έγιναν ξενοδοχεία. Λογικό. Οι ιδιοκτήτες αποζητούσαν όλο και περισσότερα χρήματα. Λογικό. Στο τέλος επήλθε η πλήρης αποξένωση αφού κανένα πρόσωπο δεν είναι οικείο. Όλα λογικά, μα το αποτέλεσμα παράλογο.
Επιστρέφοντας από το σημερινό Κουκάκι στην Καινιξβέργη του 18ου αιώνα, οι αξίες του Καντ παρουσιάζουν κάτι το πάντα επίκαιρο. Ο ίδιος ο φιλόσοφος εξάλλου ήταν άνθρωπος μαχητικός, έτοιμος να εμπλακεί σε νοητικούς αγώνες εξαιρετικής αγριότητας. Ο ποιητής Χάινε μάλιστα προχώρησε σε έναν κομψότατο αφορισμό για τον πνευματικό του δάσκαλο: ο Καντ είχε γκρεμίσει μεγαλύτερα κάστρα από τις επαναστάσεις της εποχής του, αφού αυτές κατέλυσαν εγκόσμιους ηγέτες ενώ εκείνος τόλμησε να ανέβει στον ουρανό και να εκθρονίσει τον ίδιο τον θεό. Στις μέρες μας βέβαια, τα κάστρα είναι ήδη καταγής και οι θεοί χάνουν καθημερινά τη λάμψη τους, ίσως μάλιστα βιαιότερα απ’ όσο τους αρμόζει. Στη θέση τους κατακάθονται τώρα ήθη αλλότρια, σχέσεις βασισμένες στην ισχύ ή την χάρτινη απλότητα του τίποτα.
Το ερώτημα του Γερμανού φιλοσόφου όμως παραμένει: τί θα συνέβαινε αν οι πράξεις μας αποκτούσαν καθολικότητα; Αν, για παράδειγμα, όλοι οι κάτοικοι της Αθήνας αποφάσιζαν να μετατρέψουν τα σπίτια τους σε πρόχειρα πανδοχεία, αιτούμενοι υπέρογκα ποσά. Αν, για παράδειγμα, όλοι γινόμασταν αργόμισθοι μικροαστοί που δεν θα παράγουν τίποτα εκτός από μεσογειακή φιλοξενία σε ευρωπαϊκές τιμές. Αν, για παράδειγμα, όλοι ενδιαφέρονταν για την ατομικότητά τους, αγνοώντας επιδεικτικά το κοινωνικό σύνολο. Τότε απλούστατα γη δεν θα υπήρχε για τους ανθρώπους, ούτε εισιτήρια για περιττές ονειροπολήσεις σε χώρους και χρόνους αλλοτινούς.