Βγήκα στον δρόμο γεμάτος … καφέ,
στο στόμα, στη μύτη, στα μάτια,
η ανάσα μου το φώναζε,
η γουργουριστή αναδιάταξη του στομάχου.
Έφυγα με καφέ στον νου μου,
στην αριθμητική του,
στις διασκεδαστικές συνάψεις που θυμήθηκε,
στις καστανές αντανακλάσεις του,
στα καστανά μου μάτια, στα φλιτζάνια μάτια μου.
Δεν άντεχα άλλο την κυριαρχία του,
τους κόκκους του που πολλαπλασιαστικά με εξουσίαζαν,
στο πριν, στο τώρα, στο μετά.
Στο μετά …
Βγήκα στον δρόμο,
εκτινασσόμενο πώμα σαμπάνιας,
και τράβηξα για λουκουμάδες
στο διπλανό λουκουματζίδικο.