Ανακοίνωσε (16 Ιουλίου) τον επαναδιορισμό του Πέτερ βαν Νούφελ ως προσωπικού του αντιπρόσωπου στην αποστολή «των καλών υπηρεσιών του ΟΗΕ για την Κύπρο». Ο Β. Νούφελ, σύμφωνα με σχετικά ανακοίνωση της Επιτροπής, «θα υποβάλλει εκθέσεις στον ίδιο τον Πρόεδρο της Επιτροπής προσωπικά και θα εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε λύση θα είναι συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αξίες, θα προσφέρει νομικές και πρακτικές συμβουλές στην αποστολή του ΟΗΕ για τα θέματα που αφορούν την ΕΕ και θα λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ της αποστολής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής». Ο Γιούγκερ σημείωσε ότι πλέον «θα έχει έναν πιο διακριτό ρόλο», υιοθετώντας εν μέρει την κριτική που δικαίως έχει ασκηθεί στον Νούφελ ότι η έως τώρα παρουσία του περνά απαρατήρηση. Δήλωσε επίσης ότι «η Επιτροπή θα λάβει ενεργά μέρος στο θέμα της χρηματοδότησης που θα προκύψουν από τις ανάγκες για την επανένωση της Κύπρου».
Ο Πρόεδρος Γιούνκερ ανακοίνωσε ότι «μια τριμερής επιτροπή θα βοηθήσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα για την προσαρμογή της στο κεκτημένο. Η επιτροπή θα συνίσταται από Ε/κ, Τ/κ και την Επιτροπή». Αυτή η εξέλιξη είναι σημαντική καθώς ανταποκρίνεται σε μια εξελικτική διαδικασία επίλυσης και συναντά τη σκέψη του Μ. Ακιντζί- «δεν θέλουμε τη συνέχιση του status quo. Είμασταν εκτός Διεθνούς Δικαίου για πολλά πολλά χρόνια. Θέλουμε η κοινότητά μας να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (1/7/ 2015).
Θεωρώ ότι η επίσκεψη Γιούνκερ υπήρξε θετική στα ζητήματα που συνδέουν την Κύπρο με την ΕΕ με επίκεντρο το ρόλο της ΕΕ στη θεσμική θωράκιση της λύσης. Κρίσιμο παραμένει το ζήτημα του ρόλου της ΕΕ στον τομέα της οικοδόμησης ενός περιβάλλοντος ασφάλειας γύρω από τη συμφωνία επίλυσης, γεγονός το οποίο η Λευκωσία έχει κάθε λόγο να προωθήσει στις διαβουλεύσεις της με την ΕΕ, και ειδικότερα με τον Πρόεδρο Γιούνκερ. Το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης –μη αποκλειομένης της στρατιωτικής- στα εσωτερικά ενός κράτους-μέλους της ΕΕ αντίκειται σε όλες τις συνθήκες πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η ΕΕ από το 1957 έως σήμερα
Στη τελική διευθέτηση του κυπριακού δύο μηχανισμοί μπορεί να παράσχουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις: ο ΟΗΕ, με το άρθρο 7 του Καταστατικού Χάρτη και η ΕΕ στο πιο υψηλό επίπεδο. Η ΕΕ μπορεί να εγγυηθεί την εφαρμογή της λύσης μέχρι το τελικό της στάδιο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, από την Επιτροπή, από το Συμβούλιο Υπουργών. Ανάλογη απόφαση μπορεί να λάβει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Είναι αναγκαία η επεξεργασία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για την επανενωμένη Κύπρο. Η ΕΕ μπορεί να συμβάλει ώστε να ξεπεραστεί η συγκρουσιακού χαρακτήρα συμφωνία του ’60, με μια νέα που θα προωθεί τη θεσμική διαβούλευση και την πολιτική συνεννόηση με στόχο την ειρηνική και με διπλωματική μέσα επίλυση προβλημάτων, έτσι που το ξεπέρασμά τους να συντελείται σε ένα περιβάλλον ασφαλείας στο οποίο να απαγορεύεται η χρήση ή η απειλή χρήσης βίας. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας επιτρέπει στην Κύπρο να αξιοποιήσει την πρόνοια της «Ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής» η οποία προβλέπει ότι «σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, τα άλλα κράτη μέλη οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Με τον Γιούνκερ στο τιμόνι, η Επιτροπή μπορεί να επιβεβαιώσει τη θέλησή της να αποτελέσει ισχυρό παίκτη στις προσπάθειες για την ειρηνική επίλυση προβλημάτων, όπως έδειξε η διπλωματική δραστηριότητα για την επίλυση του ζητήματος του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν -Άστον, Μογκερίνι. Με την συμβολή της στην επίλυση του κυπριακού, η ΕΕ θα αποκτήσει ένα ευρύτερο πολιτικό κύρος ως ένας ισχυρός «παίκτης» στο περιβάλλον ασφαλείας γύρω από τη διαδικασία επίλυσης.
Ο επίλογος ανήκει στον Γιούνκερ και, αυτό, νομίζω, ήταν το κεντρικό μήνυμα που ήθελε να στείλει σε όλους τους κυπρίους:
«Η Κύπρος είναι φάρος σταθερότητας σε ένα ιδιαιτέρως ασταθές και ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον, είστε ένας σταθερός παίκτης, διότι είστε Ευρωπαίοι. Μια ευρωπαϊκή, σταθερή, ευημερούσα Κύπρος δεν έχει να φοβηθεί τίποτα».