Και, βέβαια, ο μεν κ. Τσίπρας είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν διαθέτει ιστορικές γνώσεις αλλά ούτε καν γεωγραφικές, κι επομένως το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς είναι δυνατόν να επιτρέπει ο υπουργός των Εξωτερικών να ξεκινάει συζήτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Επρόκειτο περί άγνοιας ή σκοπιμότητας; Κι επειδή η άγνοια δεν γίνεται αποδεκτή για ιστορικά γεγονότα όταν γίνεται διαπραγμάτευση, θεωρούμε ότι επρόκειτο για σκοπιμότητα που έχει σχέση με το άγχος των κ.κ. Τσίπρα και Κοτζιά να κλείσουν άρον – άρον το ζήτημα λόγω των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει σε ΗΠΑ και ΕΕ.
Ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν τον πολιορκητικό κλοιό εναντίον των εθνικών μας συμφερόντων. Και αν ο κ. Τσίπρας επιθυμεί να κάνει το «καλό παιδί» στους συμμάχους μας, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει το ζήτημα να κλείσει με οποιοδήποτε κόστος για τη χώρα μας.
Είναι γεγονός ότι επισπεύδοντες σε αυτήν την νέα προσπάθεια για επίλυση του ονοματολογικού προβλήματος με τα Σκόπια, είναι οι ΗΠΑ και η ΕΕ για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία. Η πρώτη θέλει να ανακόψει την διείσδυση των Ρώσων στα Βαλκάνια και για το λόγο αυτό θέλει να βάλει τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και η δεύτερη να βάλει φρένο στην διείσδυση της Τουρκίας και για το λόγο αυτό θέλει να εντάξει τα Σκόπια στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Θα επισημάνετε ότι και οι δύο στόχοι εξυπηρετούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μακροπρόθεσμα και τα συμφέροντα της Ελλάδος. Σωστά, αλλά η χώρα μας κρατώντας στα χέρια της το όπλο του βέτο, όπως είχε κάνει και στο Βουκουρέστι ο Κώστας Καραμανλής, μπορεί να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο θα λυθεί το πρόβλημα και αυτό συνάδει με την εξασφάλιση της σταθερότητας, που είναι το ζητούμενο για την περιοχή γιατί αυτό είναι το μείζον εθνικό συμφέρον για τη χώρα μας. Ωστόσο καμία σταθερότητα δεν μπορεί να διασφαλιστεί με ονόματα που παραπέμπουν στην έναρξη του προβλήματος.
Η σπουδή του κ. Τσίπρα για λύση και η αποδοχή συζήτησης για το όνομα «Ίλιντεν» εκνεύρισαν και τους επισπεύδοντες και κυρίως τους Αμερικανούς οι οποίοι, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός των Εξωτερικών να έπεσαν σε αυτήν την «παγίδα» και μπήκαν στη συζήτηση ενός ονόματος που είναι η επιτομή του αλυτρωτισμού. Για το λόγο αυτό διεμήνυσαν στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι «ο χρόνος τελειώνει».
Είναι γεγονός ότι ο κ. Τσίπρας κατάφερε να διαρρήξει το εθνικό μέτωπο που εδώ και χρόνια είχε δημιουργηθεί στο ζήτημα αυτό από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Ο κ. Τσίπρας αντί να καλέσει τα κόμματα σε μια συνεννόηση για το ζήτημα, φθάσαμε στο σημείο οι πολιτικοί αρχηγοί να ενημερώνονται για το τι συζητάει ο Έλληνας πρωθυπουργός από τα μέσα ενημέρωσης των Σκοπίων και της Αλβανίας.
Πώς λοιπόν να γίνει πράξη η έκκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας για πολιτική ενότητα, όταν κατ’ εξοχήν ο υπεύθυνος για την διαμόρφωση της ενότητας, ο πρωθυπουργός, έχει φροντίσει εξ αρχής να την υπονομεύσει;
Δεν είναι δυνατόν να ζητάει, εκ των υστέρων, τη συναίνεση της ΝΔ ή του ΚΙΝΑΛ σε μια διαπραγμάτευση για την οποία ουδέποτε ενημερώθηκαν για την πορεία και το περιεχόμενο της και ταυτόχρονα να εξαπολύει επιθέσεις για «Γκοτζαμάνηδες» και «φασιστοειδή» επιδιώκοντας, ξεκάθαρα, να υψώσει διχαστικά τείχη μεταξύ του κόμματός του και των συγκεκριμένων κομμάτων που η ψήφος τους ή έστω η ανοχή τους είναι αναγκαία για την επικύρωση οποιασδήποτε συμφωνίας.
Με όλα αυτά καθίσταται πασίδηλο ότι ο κ. Τσίπρας και η παρέα που μας κυβερνά βρίσκονται σε παντελή αδυναμία να υπερασπιστούν όχι μόνο τα εθνικά συμφέροντα, αλλά και το δικό τους πολιτικό συμφέρον, αφού η υπόθεση επιστρέφει στο Μαξίμου ως πολιτικό μπούμεραγκ. Και στο τέλος – τέλος, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είναι αυτός που δυναμιτίζει οποιαδήποτε προσπάθεια για εξεύρεση λύσης στο σκοπιανό.
Ο κίνδυνος η υπόθεση του Σκοπιανού να επιφέρει πολιτικές εξελίξεις αρχίζει να γίνεται χειροπιαστός για την κυβέρνηση. Καθώς η ανικανότητά της να διαχειριστεί το ζήτημα περιπλέκεται με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και με την ανάγκη επιβίωσης των βουλευτών της – ιδιαίτερα της Μακεδονίας- στις προσεχείς εκλογές.