O γέρος, μοναχικός
και μελαγχολικός κοίταζε
από το μπαλκόνι του τα
σκουπίδια που κατρακυλούσαν
κάτω στον δρόμο με τις
επιθυμίες του.
Η βροχή έπεφτε
από τον μαύρο ουρανό
σαν κλάμα, και οι στάλες
χτυπούσαν τον δρόμο
σαν χορός.
Τα παλιά λαϊκά
λυπητερά τραγούδια
έπαιζαν από μέσα,
με το τσιγάρο
του αναφτό,
κάθε τσιγάρο και
κάθε τραγούδι
μέτραγε τα χρόνια
και τους καιρούς.
Αλλά τώρα σκυφτός,
κανένας δεν μπορούσε
να του πάρει τις εμπειρίες
και τις αναμνήσεις του.
Γιατί μόνο αυτά
τα πλούτη του
έμειναν τώρα,
και τα σκουπίδια,
και το κρύο.