γράφει η Αλεξάνδρα Πέτσα,
Διαχειριστής Εταίρος στη Δικηγορική Εταιρία ΣΑΡΔΕΛΑΣ ΠΕΤΣΑ.
Η έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης αναγνωρίζει την ανάγκη να εξεταστεί κατά πόσον είναι δίκαιο να υφίστανται οι πολίτες και οι τοπικές κοινότητες τον συχνά δυσανάλογο αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η εφαρμογή της αρχής της κλιματικής δικαιοσύνης, τα συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης θα πρέπει να αλλάξουν σε παγκόσμια κλίμακα και σε κάθε επιμέρους τομέα ώστε να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και να την μετριάσουν.
Παρά το ότι η κλιματική δικαιοσύνη δεν έχει βρει ακόμη την αποτύπωσή της σε νομικώς δεσμευτικά κείμενα και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να βασιστούν άμεσα στην έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης και να προσφύγουν σε κάποιο δικαστήριο, εντούτοις, διαπιστώνεται παγκοσμίως μια τάση, τόσο οι ιδιώτες όσο και οργανώσεις να προσφεύγουν στα δικαστήρια και, στηριζόμενοι στους τοπικούς δικονομικούς και ουσιαστικούς τους κανόνες δικαίου να ζητούν στην ουσία την απονομή κλιματικής δικαιοσύνης. Απέναντι στην τάση αυτή, τα δικαστήρια παγκοσμίως φαίνονται να τηρούν μια ιδιαίτερα θετική στάση.
Ήδη, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σε σειρά υποθέσεων έχει αντιμετωπίσει ζητήματα που συνδέονται με τη σχετική θεματική, ειδικότερα όσον αφορά στη προστασία των οικοσυστημάτων, ιδιαίτερα των δασικών και υδάτινων, την αυθαίρετη δόμηση, την περιβαλλοντική πληροφόρηση, την κατανομή των ρύπων, τα περιβαλλοντικά ζητήματα για διάφορες μορφές ενέργειας.
Το εθνικό νομικό μας σύστημα, έτσι όπως αυτό συμπληρώνεται από το ευρωπαϊκό και το διεθνές, είναι εξοπλισμένο με τις κατάλληλες δικονομικές και ουσιαστικές ρυθμίσεις ώστε μια υπόθεση που αφορά την κλιματική αλλαγή να δικαστεί και να κριθεί στην ουσία της.
Στο ερώτημα κατά πόσο το σχέδιο νόμου αποδίδει Κλιματική Δικαιοσύνη η απάντηση είναι ότι πράγματι το σχέδιο νόμου ενσωματώνει αρκετές από τις αποφάσεις του ΣτΕ για την προστασία του περιβάλλοντος και επομένως ως προς το σημείο αυτό η συμβολή του σχεδίου νόμου είναι θετική και αποκρυσταλλώνει την πλούσια σχετική νομολογία.
Ωστόσο κάποιες διατάξεις ή επιλογές ίσως να μην είναι απόλυτα συμβατές με τη νομολογία του ΣτΕ όπως:
– Τα Ειδικά Χωροταξικά πλαίσια & Περιφερειακά Χωροταξικά πλαίσια θεσμοθετούνται με ΚΥΑ, ενώ το Στ.Ε. επανειλημμένα έχει καταδείξει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός λόγω της σπουδαιότητάς του οφείλει να εγκρίνεται με Π.Δ.
– Επίσης, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τις διατάξεις που αφορούν στο θαλάσσιο χωρικό σχεδιασμό με την Οδηγία 2014/89/ΕΚ περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωρικό σχεδιασμό, καθώς και το Πρωτόκολλο «για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παράκτιων ζωνών της Μεσογείου» (Απόφαση Συμβουλίου 2009/89/ΕΚ), το οποίο ασκεί τεράστια επιρροή στο αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ. Και κατέληξε ότι ίσως οι διατάξεις του σχεδίου νόμου για τη θαλάσσια χωροταξία να μην είναι ακόμη ώριμες για να ενσωματωθούν στο τελικό σχέδιο νόμου.
Περαιτέρω και όσον αφορά στο φλέγον και ιδιαίτερα επίκαιρο ζήτημα της εκτός σχεδίου δόμησης, καταρχάς και επί της αρχής η προσέγγιση του σχεδίου νόμου είναι σωστή και σύμφωνη με τη νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία η δόμηση επιτρέπεται σε εντός σχεδίου ακίνητα.
Θα πρέπει ωστόσο να ληφθούν υπόψη οι αντιδράσεις φορέων εγνωσμένου κύρους, όπως το ΤΕΕ, ο ΣΕΤΕ, η ΚΕΔΕ, η ΠΟΜΙΔΑ που εκφράζουν έντονες επιφυλάξεις ή διαφωνίες τόσο σε επιμέρους τεχνικά ζητήματα του σχεδίου νόμου, όσο και για την οριζόντια και αιφνίδια αλλαγή στην εκτός σχεδίου δόμηση που μπορεί να οδηγήσει σε ολοσχερή οικονομική απαξίωσή της περιουσίας. Επίσης πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα ιδιαίτερα παράπονα που εκφράζονται για τη σύντομη διετία που προβλέπεται ως μεταβατική περίοδος για την έκδοση οικοδομικών αδειών, η οποία θα αναγκάζει σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία μικρο-ιδιοκτήτες να ανεγείρουν κατοικία, ενώ κατά βάση δεν έχουν τα απαιτούμενα χρήματα.
Η επιτυχία του σχεδίου νόμου έγκειται στην ταχύτητα με την οποία θα κινηθεί ο κρατικός μηχανισμός, ώστε αμέσως μετά την ψήφιση του νόμου να εκδοθούν όλοι οι προβλεπόμενοι εκτελεστικοί νόμοι, οι σχετικές εγκύκλιοι και βέβαια να συσταθούν όλες οι επιτροπές που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου τόσο σε κεντρικό όσο κι σε τοπικό επίπεδο.