Κι εύλογο ίσως είναι στην ιστορία ενός τόπου να χάνονται ευκαιρίες αν δεν μπορεί να γίνει σωστή εκτίμηση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία των δεδομένων μιας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί.
Όμως όταν οι πολιτικές μας ηγεσίες, με αποφάσεις τους, αντί να δημιουργούν συνθήκες αξιοποίησης των όποιων ευκαιριών για τη χώρα, δημιουργούν συνθήκες αστάθειας και, συνεπώς, αδυναμίας εκμετάλλευσης δεδομένων και καταστάσεων στην περιοχή, τότε θα πρέπει να προβληματισθούμε και για τις ηγεσίες που έχουμε αλλά και για τις επιλογές που κάνουμε για το ποίος θέλουμε να μας κυβερνήσει.
Θα σταθώ σε δύο περιπτώσεις με πολλά κοινά χαρακτηριστικά.
Άνοιξη 1989. Περίπου ένα μήνα πριν από την προκήρυξη των εκλογών, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθετεί εισήγηση του Μένιου Κουτσόγιωργα και ο Άκης Τσοχατζόπουλος φέρνει στη Βουλή- και φυσικά η τότε κυβερνητική πλειοψηφία εγκρίνει- την ψήφιση της απλής αναλογικής. Στόχος της τότε κυβέρνησης ήταν να κόψει το δρόμο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς την εξουσία.
Η Ελλάδα μπαίνει σε μια περιπέτεια και μετά από τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις η ΝΔ καταφέρνει να πάρει με 47% 150 έδρες, και μία… «δανεική» από την ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου, και σχηματίσει κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1990, σχεδόν ένα χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου της απλής αναλογικής και 10 μήνες μετά από τις πρώτες εκλογές του Ιουνίου.
Στους δέκα αυτούς μήνες, μέχρι η χώρα να αποκτήσει έστω κι εκείνη την εύθραυστη κυβέρνηση των 151 εδρών που όμως άντεξε 3,5 χρόνια, συνέβησαν κοσμοϊστορικά γεγονότα. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, το τείχος του Βερολίνου γκρεμίσθηκε, ο χάρτης της Ευρώπης και των Βαλκανίων άλλαξε… Αλλά η Ελλάδα την ώρα που συντελούντο κοσμοϊστορικές αλλαγές προσπαθούσε να σχηματίσει κυβέρνηση, επειδή έπρεπε να ικανοποιηθεί το μίσος του Ανδρέα Παπανδρέου εναντίον του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ο τότε πρόεδρος της ΝΔ δεν έπρεπε, κατ’ αυτόν να γίνει πρωθυπουργός.
Μετά από 27 χρόνια, η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τραγικό τρόπο. Η αρνητική μετεμψύχωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας, επικεφαλής στο αναγεννημένο ΠΑΣΟΚ της νοοτροπίας και αντιλήψεων του 1980, που αυτή τη φορά ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ, μετέρχεται ακριβώς την ίδια μέθοδο χρησιμοποιώντας τον ίδιο τρόπο.
Φέρνει την απλή αναλογική με στόχο, όπως μαρτύρησε ο ιδιότυπος συνομιλητής του πρωθυπουργού κ. Βασίλης Λεβέντης, «να κόψουμε το δρόμο στον Μητσοτάκη, για να μη γίνει πρωθυπουργός».
Την ώρα δηλαδή που η γειτονιά μας προς ανατολάς σπαράσσεται και η κρίση χτυπάει ακριβώς την πόρτα μας, την ώρα που κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην Τουρκία, με τον κίνδυνο του αυταρχισμού ορατό και την απειλή ενός εμφυλίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να μην αποκλείεται, αυτήν την ώρα ο κ. Τσίπρας επιλέγει για να φέρει στη Βουλή την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Έτσι την ώρα που η Ελλάδα πρέπει να διαθέτει πολιτική σταθερότητα που μόνο μια ισχυρή κυβέρνηση μπορεί να διασφαλίσει, αυτήν την ώρα, ο κ. Τσίπρας δημιουργεί με τις επιλογές του συνθήκες πολιτικής αστάθειας με μοναδικό στόχο να μη πάρει την εξουσία ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και βέβαια επειδή η εξέλιξη δεν αφορά μόνο στην τεχνολογία και στις επιστήμες αλλά, όπως όλα δείχνουν, υπάρχει εξέλιξη και στην πονηριά, οι εμπνευστές του νέου εκλογικού νόμου τον έχουν στήσει με τέτοιον τρόπο ώστε ποτέ να μη μπορεί να γίνει κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του δευτέρου κόμματος. Δηλαδή το δεύτερο κόμμα και όχι το πρώτο γίνεται ρυθμιστής των εξελίξεων. Που σημαίνει ότι ο κ. Τσίπρας προβλέπει ότι θα βρίσκεται για αρκετά χρόνια στη θέση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αν και πολλοί πλέον έχουν αμφιβολίες αν θα καταφέρει να πετύχει κι αυτό…
Είναι όμως αυτό υπεύθυνη εθνική πολιτική; Είναι πολιτική που συμβαδίζει με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα; Μπορεί να προχωρήσει μπροστά έτσι η Ελλάδα; Φυσικά όχι.
Θα περίμενε κανείς από έναν υπεύθυνο πολιτικό ηγέτη, που έχει τη δύναμη να αναγνωρίζει τα λάθη του και θέτει το συμφέρον της χώρας πάνω από το προσωπικό ή το κομματικό συμφέρον, αυτές τις κρίσιμες ώρες να κάνει πίσω και να αποσύρει το εν λόγω νομοσχέδιο. Αυτό όμως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον κ. Τσίπρα, ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.
Ωστόσο αυτό που δεν έχει το σθένος και την κρίση να πράξει ο Πρωθυπουργός οφείλει να το πράξει η Βουλή. Οι βουλευτές πρέπει να καταλάβουν ότι δεν είναι άβουλα όντα, που ακολουθούν ως πρόβατα τον αρχηγό. Έχουν βούληση δική τους, ειδικά σε ό,τι αφορά ζητήματα εθνικού χαρακτήρα. Γιατί η διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας στη χώρα, ιδιαίτερα όταν ο περίγυρός μας φλέγεται, έχει ιδιαίτερη σημασία για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, αλλά και όσον αφορά τη γεωστρατηγική σημασία της χώρας.
Η ψήφος λοιπόν των Βουλευτών – γιατί σε τελική ανάλυση αυτοί νομοθετούν, η κυβέρνηση απλώς προτείνει- έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και αξία. Και η τήρηση του όρκου που ο καθένας έχει δώσει για προάσπιση των συμφερόντων της χώρας δεν ταυτίζεται πάντα με τη γραμμή του κόμματος, όταν μάλιστα αυτός που τη χαράσσει αποδεδειγμένα δεν φημίζεται για τη σταθερότητα των απόψεών του.