γράφει ο Θάνος Καλαμίδας.
Μετά το διάλειμμα υπερατλαντικών αναμνήσεων επανερχόμαστε στο 47 μ.Π. (μετά Πολυτεχνείου), και στο χωριό των ανυπότακτων υστερικών που συνεχίζει πάντα να αντιστέκεται στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία, κλειδαμπαρωμένο σε λοκντάουν και με το σύνθημα: Τα ΜΑΤ/ΕΣΑ όσο κι αν τα μεταπολιτεύεις, φασίστες παραμένουν.
Στο δημαρχιακό μέγαρο ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης βλέπει στον Σκάϊσε ειδήσεις, κουρασμένος ακόμα από την επίσκεψη του στη χώρα του μουρουνέλαιου. Ο Πίπης το παπαγαλάκι τον παρακολουθεί σιωπηλός ενώ σε μια γωνιά ο Άδης, ο γελωτοποιός με το νανογιλέκο, βγάζει φωτογραφίες τον πολυέλαιο του γραφείου.
“ΑφεντιΚούλη μου, 43 οι νεκροί σήμερα κι ανεβαίνει,” λέει ψιθυριστά, ίσα που ακούγεται ο Πίπης. “Σκάσε Πίπη, θα σε ακούσει η Μανέστρα και θα βγει στο μπαλκόνι να αρχίσει τα χειροκροτήματα.”
Ο Πίπης μένει για λίγο πάλι σιωπηλός αλλά δεν αντέχει για πολύ, “κι ο Άδης τι κάνει ΔημαρχιΚούλη μου;” Ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την οθόνη και τον Σκάϊσε απαντάει, “ότι δεν καταλαβαίνει. Τον τουρίστα κάνει ρε Πίπη.”
“Γιατί, τι άλλο έκανε ένα χρόνο τώρα;” Ψιθυρίζει ο Πίπης απέξω του.
“Πίπη με εκνευρίζεις.” Πάλι σιωπή και πάλι ο Πίπης την σπάει με ερώτηση, “ναι αλλά γιατί φωτογραφίζει τον πολυέλαιο;”
“Για να τον δείξει στον Πατσούλη και την θέλω-κι-εγώ-να-γίνω-Γιάννα-Φαρίνα-Ψιλομύτα γυναίκα του.”
“Μπα, η πανκομψότατη Μανέστρα Φασονούλα έφτιαξε σύλλογο;”
“Αμάν ρε Πίπη με τις ζήλιες σου, ο κακΕμίρης Πατσούλης κάνει ανακαίνιση στο σαράι του και ο Άδης του δείχνει τη νέα μόδα πολυελαίων για κακΕμίρηδες. Δεν είδες τις φωτογραφίες που μοίρασε στα ΜΜΕ ο Δέντρος;”
“Με πολυελαίους;”
“Όχι, με τον Άδη.”
“Τον υπουργό;”
“Τον τουρίστα.”
Την ίδια ώρα σ’ έναν από τους πύργους του δημαρχιακού μεγάρου και με τον βοριά να τον χτυπάει αλύπητα, ο Νυφίτσας Καρβουνοχοΐδης κρατώντας ένα κρανίο με ζιβάγκο μονολογεί: “Να φασιστοζεί κανείς ή να μη φασιστοζεί, αυτό είναι το ζήτημα. Τι δείχνει πιο προδότα ψυχή, να υποφέρεις μακριά από την εξουσία και τις αρπαχτές, ή να παίρνεις τα γκλομπ και τα δακρυγόνα ενάντια σ’ ένα πέλαγο από άοπλους κι αθώους;” Και να σου το κλάμα και ο οδυρμός πάνω στο κρανίο με το ζιβάγκο.
Κι εκεί που είναι έτοιμος να τραβήξει το ζιβάγκο από το κρανίο, θυμός τον πνίγει. “Αυτή φταίει, ΑΥΤΗ! Η Αμλέτα, η Φούμαρα Κινηματά που απ’ την ζήλια της με ματιάζει. Που ήθελε να γίνει αντιπρόεδρος και έγινα υπουργός.” Και παρ’ τον πάλι να χαϊδεύει το κρανίο και να κλαίει.
Επιστροφή στο δημαρχιακό μέγαρο που ο δήμαρχος είναι σε τηλεδιάσκεψη με τους συμβούλους του. Η Μυαλά Κεραμιδίως παίζει με το κομποσκοίνι της μουρμουρίζοντας, “να πάνε σε ιδιωτικά τα κωλόπαιδα, τι το θέλουν το δημόσιο σχολείο; Να πάνε σε ιδιωτικά που έχουν όλα και γουάιφαιβ.”
“ Γουάιφi,” την διορθώνει ο Πίπης ενώ ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης του κάνει νόημα να μην μιλάει, “προσεύχεται, μην την διακόπτεις.”
“Πολυχρονεμένε δήμαρχε μας τα νέα δεν είναι καλά, πεθαίνει κόσμος. Πετάγεται ο Λύκος Παπαριάς από το άκρα δεξιά και πάνω παράθυρο της οθόνης.
“Δικοί μας ή δικοί τους;”
“Έχει σημασία;”
“Φυσικά και έχει. Αν είναι δικοί τους σημαίνει ότι πήγαν στο Πολυτεχνείο άρα…”
“Άρα αυτοί φέρανε το δεύτερο κύμα του ιού.”
“Μα τον Αρπάχτρη, κατσαρίδες στον αέρα πιάνεις σήμερα Τσεκουράτε.” Κάνει με Εβερτικό χιούμορ ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης.
“Με εκπαίδευσε το πνεύμα Γκέμπελς, δημαρχοΚούλη μας.”
“Ναι, αλλά φτάνει αυτό;” Ξαναρωτάει ο δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης.
“Καλά ας κάνουμε και μια εξεταστική για τη Δούρου,” πετάγεται ο Πίπης πάλι. “Τι λέει το πνεύμα του Γκέμπελς γι αυτό;”
Ο δήμαρχος αποφεύγοντας να πει κάτι ρωτάει, “ο Νυφίτσας που είναι; Τον είδε κάνεις;”
“Στην ταράτσα λατρεμένε αφεντιΚούλη μου,” απαντάει ο Πίπης.
“Και τι κάνει στη ταράτσα;”
“Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα το κρανίο του Ανδρέα, που λέει και το τραγούδι φωτισμένε ηγέτη μας.”
Κάνοντας πάλι ότι δεν άκουσε ο δήμαρχος ξαναρωτάει, “και η Πέτσα Γιαουρτιού που είναι;”
“Βοηθάει τα παιδιά μας, τις γυναίκες, τα ανίψια και τους νταβατζήδες κουμπάρους μας.”
“Έλα βρε και μα τον Αρπάχτρη, πως;”
“Αρπαχτικά και με λίστα.”
Κι εκεί που όλοι κοντεύουν να πνιγούν στα γέλια ορμάει μέσα στο γραφείο λαχανιασμένος ο Λουκά το υποπαγαλάκι και φωνάζει υστερικά: “ΔημαρχιΚούλη μας τρέχα, τρέχα γρήγορα μας βρήκε συμφορά.
“Αμάν ρε Λουκά, τι συμβαίνει;”
“Άκουσε η πανκομψότατη Μανέστρα Φασονούλα στον Σκάϊσε ότι κάναμε ρεκόρ με 500 διασωληνομένους κι έχει βγει στο μπαλκόνι και χειροκροτάει!”
Τέλος Κ’ επεισοδίου