γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Καρκατσούλης.
Γνώρισα τον Σπ. Δανέλλη στην πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού που προέκυψε από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Σ’ εκείνο το ταραγμένο επτάμηνο το οποίο σημάδεψε όχι μόνο την πολιτική σκηνή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια αλλά και την πορεία των εθνικών, οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων της χώρας, ο Σπ. Δανέλλης ήταν οιονεί παρών. Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα απ’ αυτόν πλην του ότι είχε σπάσει το πόδι του. Ήταν ευγενής και διακριτικός και απέφευγε να πάρει θέση στα τεκταινόμενα της εποχής. Στην περίοδο που ακολούθησε τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όταν τα ποσοστά του Ποταμιού απομειώνονταν σταθερά, ο Σπ. Δανέλλης άρχισε να εκδηλώνει μια αντιδεξιά ρητορική που παραπέμπε, εμμέσως πλην σαφώς, στην υποστήριξη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην αρχή, νόμιζα ότι αυτό αποτελούσε μια αριστερή ερμηνεία του πολιτικού γίγνεσθαι αλλά, μετά, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι επρόκειτο για κάτι διαφορετικό: Έδειχνε την επιθυμία και την πρόθεσή του να συνεργαστεί τόσο ο ίδιος όσο και το Ποτάμι με τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλον ότι οι τοποθετήσεις του συναντούσαν την, σχεδόν, ομόθυμη αρνητική αντίδραση των στελεχών και μελών του Ποταμιού, ο Σ. Θεοδωράκης υποκρινόταν ότι δεν το έβλεπε. Η στάση του υπαγορευόταν από την ενδόμυχη σκέψη του ότι θα μπορούσε να τον «συνεφέρει». Αντιθέτως, όμως, η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την απόφαση του να τον ορίσει κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο. Οι ρήξεις με τον άλλο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο, τον «δεξιό» Γ. Αμυρά, ήταν συχνές και έντονες. Βαθμιαία, η υποστήριξή του προς τον ΣΥΡΙΖΑ γινόταν εξώφθαλμη και η συζήτηση μαζί του σε σχέση με επικριτικά σχόλια η αναφορές στα πεπραγμένα της κυβέρνησης γινόταν αδύνατη. Μάλιστα, από τα μέσα 2017, η συμπεριφορά του αρχίζει να γίνεται προκλητική, αφού υποστήριζε νομοσχέδια τα οποία έβριθαν ρουσφετολογικών διατάξεων, ήταν επιβαρυντικά για τον κρατικό προϋπολογισμό και αποτελούσαν τα βασικά εργαλεία της κυβέρνησης για την εδραίωση του αριστερόστροφου πελατειασμού.
Μάλιστα, εκείνη την περίοδο αποσπά τα δημόσια εύσημα στελεχών και υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ για την υποστήριξη που τους παρέχει. Στις επίμονες κριτικές μας στην κοινοβουλευτική ομάδα και στο πολιτικό συμβούλιο, η απάντησή του περιοριζόταν στην επίκληση κάποιων αριστερών αρχών, τις οποίες μόνον ο ίδιος μπορούσε να ερμηνεύσει αυθεντικά.
Αποκορύφωμα της φιλο-συριζαϊκής στάσης του ήταν η συζήτηση για την συμφωνία των Πρεσπών. Στην αρχική της φάση, σε σύμπνοια με τον Σ. Θεοδωράκη, υποστήριζε την συμφωνία χωρίς να την έχει, καν, διαβάσει, υπερκεράζοντας ακόμη και κάποιους κυβερνητικούς βουλευτές που διατύπωναν επιφυλάξεις απέναντι στις πρόδηλες αδυναμίες της.
Ακόμη και τότε υπήρχαν κάποιοι που έδιναν ένα άλλοθι στον Σπ. Δανέλλη για την συνέπεια των λόγων και των έργων του. Σαν το άλλοθι που έδιναν στον αριστερό Τσίπρα, επειδή πήγε στην κηδεία του Κάστρο. Το διάτρητο αριστερό άλλοθι δεν μπορεί, όμως, να παραπλανήσει την πλειοψηφία των Ελλήνων που αποδοκιμάζουν τόσο το περιεχόμενο όσο και τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε η συμφωνία των Πρεσπών. Οι αρχές και οι αξίες του καθενός (των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων) κρίνονται από την κοινωνία κι όχι από εκείνον που διατείνεται ότι τις έχει και τις τηρεί.
Έστω και την ύστατη στιγμή, ο Στ. Θεοδωράκης έπραξε σωστά διαγράφοντας τον Σπ. Δανέλλη από την κοινοβουλευτική του ομάδα. Αυτό, βέβαια, δεν αρκεί για να αποσείσει τις ευθύνες του για τις πράξεις του Σπ. Δανέλλη που είχαν χαρακτήρα δολιοφθοράς, οδηγώντας στην έξοδο πολλά άξια στελέχη του Ποταμιού. Το ηγετικό του έλλειμμα σε συνδυασμό με την εμπρόθετη πολιτική του Σπ. Δανέλλη να οδηγήσει το Ποτάμι στην ανυποληψία και την πολιτική ανυπαρξία είναι οι δύο βασικοί λόγοι για την κατάρρευσή του.
Τον Σπ. Δανέλλη θα τον κρίνει, πέραν ημών, η ιστορία και είμαι βέβαιος ότι θα τον κατατάξει στην χορεία εκείνων των πολιτικών που αποτελούν αρνητικά παραδείγματα για την ευρυθμία του πολιτικού συστήματος μιας ευρωπαϊκής χώρας. Ο, δε, Σ. Θεοδωράκης θα μπορούσε να μετριάσει τις αρνητικές κρίσεις γι’ αυτόν εάν, έστω τώρα, ζητούσε μια ειλικρινή συγγνώμη για τα τραγικά λάθη και τις παραλείψεις του από τον κόσμο του Ποταμιού που τον ακολούθησε σ’ ένα από τα πιο ελπιδοφόρα πολιτικά πειράματα της μεταπολίτευσης.
Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι υποψήφιος με το Κίνημα Αλλαγής στην Α’ Αθήνας.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε και στο Liberal.gr