πιάστηκαν τα βλέμματα τους
συντονισμένα στον ρυθμό
που πύρωνε η καρδιά τους
Χοροπηδούσαν ανάλαφρα
στη γη δεν κατεβαίναν
μονάχα που κοιτάζονταν
πετούσαν που ελαφραίναν
Νιος τη νιά δε χόρταινε
να της μηνεί φιλήματα
κι εκείνη αποκρινόταν
κορμί με χίλια σήματα
Ο ουρανός δεν άντεχε
εζήλευε και ποθούσε
βγάνουν φωτιές τα μάτια του
το στόμα του αλυχτούσε
Έστειλε σύννεφα βαριά
αντάρα των κορμιών τους
μαχαίρωνε τον έρωτα
πάγωνε τον χορό τους.
Τα βλέμματα σκοτείνιασαν
βαθύνανε οι ίσκιοι τους
τα πόδια ασάλευτα, νεκρά
αμπαρωμένοι οι ήχοι τους
Έπαψε ο χορός να πλέκει.
Απόσωστο το θείο κέντημα
Η μνήμη όμως δε ξέχασε
στα λικνίσματα της νιας,
στου νιου της τ’απαντήματα
πετάγονταν με μιάς
Σε κάθε ήλιο που βλεπε
κινούσε να μελαγχολεί
έναν έρωτα απλήρωτο
με θλίψης λόγια να πληροί
Ήλιε που ήσουνα
τη μέρα του Αχέροντα
που ο ουρανός αφήνιασε
που λάβωσε τον έρωτα;
Εκείνος δεν αποκρίθηκε
Θεός με Θεό δε βάνει
συνέχισε τον δρόμο του
στου κόσμου το σεριάνι.
Έπαψε καιρό ο χορός
Απόσωστο άφησε
Το κέντημα τού έρωτα.