της Δήμητρας Καραντζένη.
Τα χθεσινά γεγονότα στην πλατεία της Νέας Σμύρνης δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά κατάχρησης της αστυνομικής εξουσίας, ούτε και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τέτοια. Τουναντίον, με όλη τη θλιβερή, οδυνηρή όσο και επονείδιστη συνειδητοποίηση που συνοδεύει αυτή την παραδοχή, είναι αποκυήματα μιας μακρόχρονης, μεθοδευμένης πολιτικής ανοχής ή/και ενσυνείδητης συγκάλυψης της αστυνομικής ασυδοσίας, που παραπέμπει σε εποχές και καθεστώτα που πρόβαλλαν εμβληματικά την πειθαρχία του φόβου και της τρομοκρατίας και των οποίων τη νοσηρότητα οι λαοί παγκοσμίως μάτωσαν να αποτινάξουν. Είναι ζήτημα ακραιφνώς πολιτικό, καθώς διατρέχει τις κυβερνήσεις, τις παρατάξεις, τους πολιτικούς χειρισμούς όλων των χρωμάτων.
Είναι κατ’ ουσίαν, γέννημα-θρέμμα μιας κρατικής εξουσίας που αναγνωρίζει ως αποδεκτές – ρητά ή σιωπηρά, μικρή σημασία έχει άλλωστε – τις επικίνδυνα αναχρονιστικές πρακτικές τήρησης και επιβολής της δημόσιας τάξης, η οποία τελευταία μάλιστα φαίνεται να επαπειλείται περισσότερο από τα όργανά της καθαυτά, παρά από το λοιπό κοινωνικό σύνολο. Σώματα ασφαλείας που απαρτίζονται κατά το πλείστον από άτομα που παραδοσιακά αντιμετωπίζουν την εισαγωγή στους κόλπους των πρότερων, ως την απόλυτη ευκαιρία για αποκατάσταση, μια δημοσιοϋπαλληλική τακτική «βολέματος» εκεί που «κανείς δε μπορεί να μας κουνήσει…». Κι ύστερα έρχονται όλα τα συμπαρομαρτούντα, που μάλλον διαφεύγουν των ψυχοσωματικών τεστ και της τακτής, άνωθεν αξιολόγησης, τα οποία φαντάζομαι παίρνουν όπως όλα το γρήγορο δρόμο της λήθης, αν υποθέσουμε ότι όντως διεξάγονται.
Άνθρωποι με διαταραγμένο ψυχισμό και επιθετικές τάσεις, με ακραίες πεποιθήσεις και μισάνθρωπες αντιλήψεις και απωθημένα, νοσταλγοί περασμένων “μεγαλείων”, μια μάζα ακαλλιέργητων, άξεστων και απαίδευτων νταήδων που ενσωματώνουν και ενστερνίζονται ως δεύτερη φύση τους την παρεξηγημένη αυτή αντίληψη της αστυνομικής εξουσίας, ευτελίζοντας το ηρωϊκό λειτούργημα των λίγων, που τιμούν τη στολή που φορούν και τα ιδανικά τα οποία ολόψυχα υπηρετούν, πέφτοντας τη στιγμή του καθήκοντος. Μια εξουσία που εκχωρήσαμε εμείς όλοι, ως κοινωνικό σύνολο, σε αυτούς τους δήθεν επίλεκτους, που το κράτος όφειλε να έχει άρτια εκπαιδεύσει πριν τους εξουσιοδοτήσει να διαφυλάττουν την κοινωνική τάξη και ισορροπία. Μια εξουσία στο όνομα της οποίας ορκίστηκαν στο Σύνταγμα να προστατεύουν και όχι να καταστέλλουν. Μια εξουσία που αντί να εμπνέει σεβασμό, αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνη, προτάσσει άνανδρα το οπλισμένο της χέρι, κρύβοντας πρώτα το θλιβερό της πρόσωπο πίσω από μεταλλικά προσωπεία.
Πέραν όμως αυτών, η ντροπιαστική αυτή εικόνα και δράση της Ελληνικής Αστυνομίας είναι προϊόν μιας κοινωνίας που δεν κατάφερε ποτέ να αποκόψει τους φασιστοειδείς δεσμούς και τις ακροδεξιές απολήξεις, παρά τις τρέφει ως φίδι στον κόρφο, το οποίο παραμονεύει καιροφυλακτώντας την κατάλληλη στιγμή να εμφανιστεί. Είναι πολύ περισσότερο, αναπόδραστη συνέπεια μιας κοινωνίας ανθρώπων με έντονα «-φοβικά» χαρακτηριστικά, όποιο κι αν είναι το πρώτο συνθετικό, καθώς η επίθεση αφορά πάντα τον Άλλο, με τον καθοιονδήποτε τρόπο με τον οποίο ο Έτερος εμφανίζεται ως διαφορετικός. Αν μάλιστα φέρει και στοιχεία ή γνωρίσματα που υποδηλώνουν πως στέκεται απέναντί τους τρομαγμένος και ευάλωτος, τότε αυτό τον καθιστά το τέλειο θύμα. Άλλωστε, εξουσία είναι το δίκαιο του ισχυρού. Σωστά;
Πρόκειται για την απόλυτη καταστρατήγηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος, την κατάλυση κάθε έννοιας δημοκρατίας και ισονομίας, αξίες βαθιά πληγωμένες, αιματοκυλισμένες στους βωμούς όσων συχνά τις επικαλούνται και με τόση ευκολία τις καπηλεύονται. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να αντέχει τον προ ημερών χυδαίο, θρασύδειλο τραμπουκισμό του φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια κατάληψης και διαμαρτυρίας, όπως και του δημοσιογράφου που κάλυπτε το γεγονός. Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να ανέχεται τον προπηλακισμό πολίτη επειδή δε φορούσε μάσκα, ό,τι και αν συνεπάγεται το τελευταίο.
Κανένας σεβασμός στην κρατική εξουσία, τους μηχανισμούς και τους δημόσιους λειτουργούς της, όταν αυτοί δείχνουν ανεμπόδιστα τις γροθιές τους για να καταπνίξουν κάθε φωνή εναντίωσης ενώ οι αρμόδιοι εθελοτυφλούν. Απόλυτη απαξίωση στα Μέσα Ενημέρωσης που στρογγυλεύουν και λειαίνουν περιστατικά σαν κι αυτά, μιλώντας για “εμπλοκές πολιτών και αστυνομίας” και όχι για ωμή, αναιτιολόγητη ΒΙΑ και κατακρεούργηση κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ανάθεμα σε κάθε πολίτη που ταυτίζεται, μειδιά κρυφά και ικανοποιεί το ποταπό του διαστροφικό Εγώ, ζητώντας περισσότερο αίμα αθώων και πολίτες σε καταστολή, φυσική και πνευματική.
Η δημοκρατία μετρά τις πληγές της. Προσβεβλημένη από τον πιο θανατηφόρο ιό όλων, αυτόν του άναρχου αυταρχισμού, ασφυκτιά και παραπαίει ασθμαίνοντας, προσπαθώντας να περισώσει ό,τι έχει απομείνει άσπιλο και αμόλυντο, ό,τι έχει μείνει όρθιο σε έναν τόπο που συνήθισε να μαραζώνει, σε έναν λαό που κουράστηκε να σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος και υποτιμημένος. Ας είναι το τέλος κάπου εδώ..