Εικόνα πληγή μπροστά απ’ τον καθρέπτη του.
Τα θαυμαστά παλιά ξεθώριαζαν.
Ερείπια…
εκεί που άλλοτε το κάλλος ανάσαινε.
Απέστρεψε το βλέμμα του –γήρας το εγάριαζε-
απ’ τη σκληράδα τού καθρέπτη.
Από ντροπή, που
τα δώρα τής φύσης τα ευτέλισε.
Υπήρχεν όμως κι άλλη μαρτυρία.
Καθρέπτης που κοιτούσε,
αντί να βλέπεται,
θαυμαστικά που μοσχοκοίταζε τον … οπού χε απέναντι,
τον … που εκπλήρωσε και έστεκε
γαλήνιος.
Το πνευματικό του κάλλος, φως,
που απέτρεπε κάθε καταχνιά ασχήμιας.
Με αυτό πορευόταν –Κούρος- προς το τέλος του.
Ίσως και μακρύτερα.
Στις μνήμες όσων με περίσκεψη θα τον έψαχναν,
Κούρο στα αρχαία ερείπια.