ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Περπατούσε κυριευμένος από μια πρωτόγονη παρόρμηση να αφουγκραστεί τους ήχους του δάσους νύχτα, απομονώνοντας κατά το δυνατόν τον αλλότριο «θόρυβο» από τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Ήταν περασμένες έντεκα και η νύχτα που επιζητούσε έμοιαζε πλέον αμετάκλητα παρούσα. Είχε ξεκινήσει εδώ και μία ώρα, χρόνος ικανός να αφήσει το χωριό αρκετά μακριά πίσω του. Μόνος, με μόνη τεχνική υποστήριξη μια μακριά αυτοσχέδια γκλίτσα από ξύλο βελανιδιάς, που του είχε φτιάξει ο παππούς, όταν ήταν παιδί και την κρατούσε από τότε σαν πολύτιμο τρόπαιο.
Δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος ο Δήμος, τουλάχιστον έτσι έδειχνε ανάμεσα στις παρέες των συγχωριανών, που έμοιαζαν απείρως πιο γήινοι, τόσο στις συζητήσεις τους, όσο και στις συνήθειες τους. Δεν του άρεσε το τσίπουρο που έπιναν απ’ το πρωί, τα χοντροκομμένα χωρατά τους, η ροπή τους για κουτσομπολιά και η ακατάσχετη χαρτοπαιξία τους στο καφενείο.Τίποτα απ’ αυτά δεν τον ικανοποιούσε στο ελάχιστο. Αυτό τον είχε κάνει κάπως απόμακρο, κάτι που δεν το ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει κιόλας. Μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος, στα εικοσιπέντε του ήδη, απόφοιτος της Παντείου και σε αναζήτηση κατεύθυνσης στη ζωή του, που ουσιαστικά τώρα του ζητούσε να την πάρει στα χέρια του και να την πάει όπου αυτός κι η μοίρα του ήθελαν να την κατευθύνουν. Η αγάπη του για το χωριό ήταν αγάπη ενός εραστή που ξέκλεβε χρόνο από την επίσημη συμβία του για να τον μοιραστεί με την … άλλη. Πάντα υπήρχε αυτή η … άλλη στο μυαλό του, αν και ήξερε πως κατά βάθος η σχέση του δεν επρόκειτο ποτέ να επισημοποιηθεί και το χωριό πάντα θα ήταν το ξέδωμα στη θέση της κανονικότητας. Το αγαπούσε.
Ήταν τα καλοκαίρια που περνούσε εκεί μικρός, παρέα με τον παππού και τη γιαγιά, που τον κανάκευαν, ως δυο φορές παιδί τους, όπως συνήθιζαν να λένε και να το εννοούν κιόλας, πέραν πάσης αμφισβήτησης. Οι γονείς του από την άλλη, είχαν τα δικά τους θέματα, που γρήγορα έγιναν μεγάλα και που κανείς τους δεν είχε τη διάθεση να παλέψει για τη λύση τους. Αποφάσισαν να ζήσουν χωριστά και να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, στην πλάτη τού μικρού τότε Δήμου, που ποτέ δε συμβιβάστηκε με αυτή τους την απόφαση, αλλά κράτησε μια στάση στενάχωρης σιωπής, ως να ένιωθε ότι τα πράγματα ξεπερνούσαν τις μικρές του δυνάμεις και πως θα έπρεπε να τα αφήσει να εξελιχθούν, όπως αυτά είχαν αποφασίσει.
Έτσι τα καλοκαίρια πήγαινε στους παππούδες –τους γονείς της μητέρας του- που ζούσαν μια ζωή με κανόνες και ησυχία, την ησυχία που τόσο αποζητούσε στη θέση των θορυβωδών καβγάδων. Τουλάχιστον εκεί τα λόγια ήταν οι ήσυχοι στρατιώτες των μετόπισθεν, στη θέση της κοσμοχαλασιάς της εμπροσθοφυλακής. Ένιωθε και την αγάπη τους, που καθόλου δεν ήταν ανταγωνιστική και αυτό το απροϋπόθετο αλληλοσυμπλήρωμα της τον ημέρευε και τον άφηνε να ονειρεύεται σαν παιδί.
Εκεί άρχισε και τα ταξίδια του στα παραμύθια, από τις αφηγήσεις του παππού κυρίως, που μπέρδευε την πραγματικότητα με τη φαντασία του και έφτιαχνε άλλους κόσμους γοητευτικούς. Σε αυτές τις αφηγήσεις τα υλικά του παππού ήταν οι εικόνες που είχε μαζέψει στη ζωή του, από τη φύση που τον ανάθρεψε και πιο πολύ από το δάσος, που στόλιζε το χωριό του σαν περιδέραιο. Εκεί που χανόταν κι αυτός όταν ακόμα ήταν παιδί, εκεί που έπαιζε με τους συνομηλίκους του, τους εξερευνητές που τότε ανακάλυπταν τη ζωή. Το είχε πλάσει με το μυαλό του μάλιστα τόσο καλά, που όλες οι ιστορίες λες και είχαν τη μήτρα τους εκεί, στην καρδιά τού δάσους. Τα πιο υπέροχα πουλιά, οι πιο έξυπνοι σκίουροι, τα πιο εξωτικά φρούτα, όλα μα όλα ξεκινούσαν από εκεί.
Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που το παιδικό μυαλό του Δήμου είχε φτιάξει εκεί τον παράδεισο του, κάπου εκεί, στα σπλάχνα του. Αυτόν τον παράδεισο ποτέ δεν τον ξεχνούσε. Κάθε που αποζητούσε λίγη ηρεμία στην πόλη που τον άγχωνε, γυρνούσε στο δάσος του, έκοβε με τη σκέψη του και ένα κλαδάκι από ένα δέντρο του και το έπαιζε ανάμεσα στα δάκτυλα του, σαν ένα αόρατο ραβδί που γαλήνευε την ταραγμένη του ψυχή. Αυτό το δάσος κίνησε να βρει εκείνη τη μέρα στη βραδινή του έξοδο, που με τη χαλαρότητα των βημάτων του δεν άργησε να μετατραπεί σε νυκτερινή. Είχε αποφασίσει να μην πάρει κανένα ρολόι μαζί του, ούτε καν το κινητό του, που με τη συγκατάθεσή του δυνάστευε τον χρόνο του όλες τις υπόλοιπες μέρες της κατασκευασμένης του κανονικότητας. Τώρα μάλιστα, που τα παπούδια του είχαν στιβάξει και είκοσι χρόνια επιπλέον στις κυρτωμένες πλάτες τους και που με δυσκολία έμεναν ξύπνιοι μετά τις εννιά, ήταν ήσυχος πως δεν θα ανησυχούσε κανέναν η απουσία του. Άλλωστε δεν τους είχε πει πως θα πήγαινε σε κανένα δάσος. Το πιο πιθανόν να υπέθεταν ότι θα περνούσε την ώρα του σε κάποια από αυτά τα ποτάδικα που περιστασιακά λειτουργούσαν το καλοκαίρι στο χωριό.
Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν είχε ξεκινήσει για την μικρή του απόδραση. Βάδιζε χαλαρά στην αρχή και με μια γλυκιά έκφραση, του παιδιού που του έταξαν δώρο, ωστόσο αυτό δεν κράτησε για πολύ, αφού όσο πλησίαζε τα πρώτα δέντρα, τόσο τον κυρίευε μια παράξενη αδημονία να μπει στο δάσος να χαθεί εκεί μόνος, κατάμονος, πλημμυρισμένος από τους ήχους του. Βράδυ δεν είχε ξαναβρεθεί εκεί.
Στο αχνό φως του λιγοφώτιστης νύχτας τα πρώτα δέντρα του φάνηκαν σαν προπομποί ενός άγνωστου κόσμου που τον μαγνήτιζε, αλλά κάτι λίγο τον φόβιζε κιόλας. Ο παππούς δεν του είχε μιλήσει ποτέ για ξωτικά και άλλα παράλογα πλάσματα της μυθοπλασίας, όμως οι συζητήσεις, τότε που ήταν ακόμη παιδί, κάποιων αυτοσχέδιων αφηγητών της παιδοπαρέας του, που διψούσαν για εντυπωσιασμό, τα ανέφεραν συχνά. Στην ηλικία των εικοσιπέντε πλέον, όλα αυτά αποτελούσαν μικρά τσιμπήματα στον νου του, που αρνιόταν όμως και να τα ξεχάσει εντελώς. Η πρώτη του εντύπωση μάλιστα ενισχύθηκε με λίγη αγριάδα παραπανίσια καθώς προχωρούσε και τα δέντρα άρχισαν να πυκνώνουν και η εικόνα τους να γίνεται όλο και πιο ανοίκεια. Όμως το μάτι βλέπει ό,τι θέλει ο νους να δει και τις πιο πολλές φορές λιγότερα. Έτσι άρχισε σιγά σιγά να συμπληρώνει την εικόνα με στολίδια της φαντασίας του. Στην αρχή κάποια ξερόκλαδα που πατούσε, και στη συνέχεια κάποιοι απροσδιόριστοι ήχοι, άρχισαν να αγριεύουν την ήρεμη νύχτα, που καθόλου δεν είχε συνηθίσει να βλέπει νυχτοπερπατήματα στο δάσος από μοναχικούς διαβάτες. Έτσι διόλου παράξενο, τ΄αυτιά του άρχισαν να τεντώνονται σαν από κάποια εσωτερική εντολή, εντεταλμένα να υποδέχονται όλους τους ήχους κι εκείνους που με το φως της μέρας πιθανόν να μην γίνονταν αντιληπτοί. Όπως κάποια ελαφρά σουρσίματα από ξερόχορτα, από μετακινήσεις κάποιων ζωντανών που τους χάλασε την ησυχία τους ή που έβγαιναν βραδινοί σεριαναρέοι για κάποιες υποχρεώσεις της βιοτής τους. Μπορεί να ήταν κάποια χελώνα ή κάποιο τρωκτικό ή ποιος ξέρει τι άλλο. Αυτός το ποιος ξέρει, ήταν που λιγάκι τον αγρίευε, μια και του αφαιρούσε κομμάτι από τον έλεγχο που επιθυμούσε να έχει για να νιώθει ασφαλής. Εντούτοις συνέχιζε. Ο παππούς του δεν του είχε ποτέ μιλήσει για εχθρικό δάσος, αντιθέτως πάντα στη διήγηση του το εκθείαζε και όταν μιλούσε για κακό, υπονοούσε πάντοτε την κακομεταχείριση που υφίστατο εκ μέρους των ανθρώπων. Όμως αυτός ήταν εκεί με καλό σκοπό. Ήθελε μονάχα την παρέα του, να το ακούσει το βράδυ. Να του μολογάει το ίδιο, ό,τι ο παππούς του του έβαζε στο στόμα του να λέει. Δεν ήξερε τι, όμως υπολόγιζε στη ψυχή του, που με μυρωδιές, θροΐσματα και δροσερά νεύματα θα νότιζε και τη δική του. Προχωρούσε χωρίς σχέδιο, σαν να ήθελε να χαθεί, να πάει, όπου εκείνο θα τον καθοδηγούσε. Σκέφτηκε ότι ο χρόνος εδώ μέσα θα μετρούσε διαφορετικά, άρα καλώς έκανε και δεν κρατούσε το ρολόι του. Μάλιστα ήδη είχε την αίσθηση ότι η νύχτα που τον συντρόφευε, άρχισε να μεγαλώνει καθώς περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα, απλωνόταν πάνω από το πούσι των πεύκων και αγκάλιαζε τις κεφαλές των θάμνων, που ανάκατα είχαν απλωθεί στη χωμάτινη επικράτεια τους. Περπατούσε, αναπνέοντας βαθειά, χωρίς σκέψεις, χωρίς σχέδιο. Ώσπου κάποια στιγμή, μετά από ώρα –ποιος ήξερε πόση- ένιωσε τα πόδια του να βαραίνουν. Το βλέμμα του κοντοστάθηκε για χατίρι τους. Στα δεξιά του ήταν ένας βράχος με κάποιο πλάτωμα στη μέση του, κατάλληλος για μια στάση. Τον πλησίασε τον χτύπησε με τη γκλίτσα σαν να ήθελε να προειδοποιήσει όποιο άλλο ζωντανό τον μοιραζόταν, για τις προθέσεις του και κάθισε προσεκτικά στην ρουφηγμένη του κοιλιά. Όλα ήταν εξαίσια ήρεμα.
Έτοιμα να υποδεχτούν τις πιο κρύφιες εξομολογήσεις όσων το είχαν ανάγκη.
– Αχ, βρε παππού που να ξερες τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι τα παραμύθια σου θα συνέχιζαν μόνα τους να διηγούνται, όλα όσα εσύ δεν πρόλαβες τότε να ολοκληρώσεις, μονολογούσε.
Τώρα τα λόγια που ξεκίνησε να αρθρώνει η σκέψη του δεν ήταν του παππού του. Πιθανόν ούτε κι ολότελα δικά του, αφού αρνήθηκε σκέψεις από την πεζή του καθημερινότητα. Ούτε για το μέλλον του σκεφτόταν τίποτα. Μονάχα αυτό το απροσδιόριστο παρόν που έμοιαζε παράξενα να ξεχειλώνει ετούτη τη νύχτα.
Του αρκούσε να μυρίζει, να αναπνέει και να ακούει τα ανεπαίσθητα. Ένα μέρος του σύμπαντος κι ο ίδιος. Αφέθηκε στον χρόνο εκείνο, που δε λογάριαζε από διευθετήσεις. Έγινε ο ίδιος χρόνος. Ωσπου… ώσπου ένα αεράκι λίγο πιο δυνατό σηκώθηκε από τη γης θα λεγες και βάλθηκε να τον ξυπνήσει. Αμέσως μετά ένα δυνατό αγγελτήριο κάποιας κουκουβάγιας.
Ανατρίχιασε. Του ήρθαν στο μυαλό οι παιδικές ιστορίες που ήθελαν το αγγελτήριο για κακό. Η δροσιά που εν τω μεταξύ είχε γίνει κρύο τον έκανε να αναριγήσει. Σηκώθηκε και ύψωσε τη γκλίτσα του στον ουρανό. Ασυναίσθητα ζήτησε από τη κουκουβάγια να πάψει. Εκείνη όμως τον αγνόησε. Ίσως και να μην τον είδε, αφού ακουγόταν από κάπου μακριά.
Ένιωσε την ανάγκη να φύγει. Να εγκαταλείψει τη συντροφιά τού δάσους. Ίσως και να το είχε παρακάνει, αφού τού ήταν αδύνατο να υπολογίσει την ώρα που παρέμενε εκεί. Τα βήματα του άρχισαν να επιταχύνονται από μια εσωτερική παρόρμηση που τού έλεγε να γυρίσει στο χωριό. Όσο συνέχιζε η κουκουβάγια τα… βογγητά της, τόσο τα πόδια του άρχιζαν να βάνουν φτερά. Κάποια στιγμή άρχισε να τρέχει. Σαν ξωτικό τού δάσους, στη θέση των άλλων που δεν είδε. Ευτυχώς είχε καλή αίσθηση προσανατολισμού και έτσι δεν άργησε να βγει στα πρώτα δέντρα, που τώρα ανέλαβαν να τον ξεπροβοδίσουν. Όταν έφτασε στη δημοσιά, το άγχος του αντί να καταλαγιάζει ολοένα και δυνάμωνε. Ο παππούς, σκέφτηκε. Δεν τον είχα δει καλά το βράδυ. Με σκέψεις πιο μαύρες από τη νύχτα, λαχανιασμένος από το τρέξιμο και αναψοκοκκινισμένος από την αγωνία του έφθασε σπίτι. Έψαξε με περίσσιο άγχος το κλειδί του, που σαν να θελε να κρυφτεί στη τσέπη του και αφού με τα πολλά το βρήκε, άνοιξε με ανυπομονησία την πόρτα. Μπήκε σα σίφουνας και κατευθύνθηκε προ το δωμάτιο των παππούδων. Ένα ελαφρύ ροχαλητό του φάνηκε σαν το πιο θεσπέσιο τραγούδι εκείνη τη στιγμή. Πλησίασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και αφού αφουγκράστηκε και την αναπνοή τής γιαγιάς και βεβαιώθηκε ότι είναι καλά, γύρισε ξαλαφρωμένος στο δωμάτιο του.
Το δάσος του παππού σήμερα τον είχε τρομάξει. Η υπόλοιπη νύχτα θα έβαζε ξανά τα πράγματα στη θέση τους.