γράφει ο Νικήτας Σταματελόπουλος.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός και με το προσωνύμιο «Νικηταράς ο Τουρκοφάγος», ήταν ένας ήρωας του Αγώνα, του οποίου η δράση ξεπερνά τα όρια της Αρκαδίας. Η εμβληματική φιγούρα του και τα πολλά του κατορθώματα εμπνέουν και συναρπάζουν τον ανθρώπινο νου. Πράγματι, ο Νικηταράς υπήρξε ακαταμάχητος και ανδρείος πολέμαρχος, με τεράστια συμβολή στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον 400άχρονο τουρκικό ζυγό.
Γεννήθηκε στο Τουρκολέκα Αρκαδίας το 1787. Σε ηλικία μόλις 11 χρονών μπήκε στα άρματα με την ομάδα του πατέρα του, Σταματέλου Τουρκολέκα, και άρχισε να πολεμά τους Τούρκους στα βουνά. Στη συνέχεια, εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.
Το 1805 κατέφυγε στη ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο, για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους που είχαν καταλάβει το νησί. Το 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα, συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς. Έτσι αρχίζουν τα λαμπρά γεγονότα του Αγώνα. Ο Νικηταράς βρίσκεται παντού, λες και τα πόδια του έχουν φτερά, και κατάγει σπουδαίες νίκες.
Υπό τις διαταγές του θείου του, Θ. Κολοκοτρώνη, προσέτρεχε όπου η πατρίδα τον καλούσε. Παραλείποντας τα πολλά κατορθώματα του θα σταθούμε σε ένα μονάχα: τον Μάιο του 1829 προσέτρεξε στη Βόνιτσα όπου διεξάγονταν οι τελευταίες υπέρ ανεξαρτησίας μάχες, αλλά έφτασε όταν πλέον η μάχη είχε λήξει. Επισφραγίστηκε έτσι η Ελληνική Επανάσταση με τον Νικηταρά, αφού με τον Νικηταρά άρχισε. Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στη Στερεά Ελλάδα.
Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά ήταν παροιμιώδης. Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν κατέλαβε αξιώματα και θέσεις εξουσίας. Παρ᾽ όλα αυτά διώχθηκε από την Βαυαροκρατία και με εντολή του Όθωνα φυλακίστηκε στην Αίγινα. Με όλους αυτούς τους διωγμούς και τις ταλαιπωρίες ο Νικηταράς κλονίστηκε, με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Όταν αποφυλακίστηκε, ήταν σωματικά και ηθικά εξουθενωμένος.
Δυστυχώς, βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη της ελληνικής πολιτείας, η οποία του αρνήθηκε μια συμβολική σύνταξη, ώστε να ζει αυτός και η οικογένειά του αξιοπρεπώς. Αντ’ αυτού του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας». Με εντολή της αρχής που όριζε τα πόστα επαιτείας στον Πειραιά, του όρισαν μια θέση κοντά στη σημερινή εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπαν να στέκεται εκεί επαίτης κάθε Παρασκευή.
Στις 25 του Σεπτέμβρη του 1849, ο δίκαιος Αριστείδης της νεότερης Ελλάδας, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Το έργο είναι του Δημήτριου Μπάκα, Αντ/γος εα, Επιτ. Διοικητής ΣΔΑ