Με δημόσια τοποθέτηση αμέσως ύστερα από την ορκωμοσία της, η νέα αναπληρώτρια Υπουργός Παιδείας προανήγγελλε την απλοποίηση της διαδικασίας απαλλαγής -άνευ αιτιολόγησης- από την παρακολούθηση και τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών για όσους μαθητές το επιθυμούσαν. Η εν λόγω μονομερής ενέργεια της νέας Υπουργού για καθαρά ιδεοληπτικούς λόγους φυσικά προκάλεσε άμεσα ένα σαρωτικό κύμα αντιδράσεων, ταράσσοντας τις ενδοκυβερνητικές ισορροπίες. Από πλευράς Αρχιεπισκοπής, ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας ορθώς έκανε αναφορές στη συνταγματική κατοχύρωση ως επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα εκείνης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Από πλευράς Κυβέρνησης, ο αρμόδιος Υπουργός έσπευσε να καθησυχάσει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος με επίσκεψή του στην οδό Αγίας Φιλοθέης, λίγες εβδομάδες αργότερα δε στις συναντήσεις με τον προκαθήμενο παρέστησαν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μαζί με το στενό του συνεργάτη και εξ’ απορρήτων του Υπουργό Επικρατείας. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων και από τις δυο πλευρές αναγνωρίστηκαν οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και ελληνικής Πολιτείας, μη επιθυμώντας να προσδώσουν περαιτέρω διάσταση στο προκείμενο ζήτημα.
Ούτως ή άλλως, η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία ελάχιστα επηρεάζει το θρησκευτικό δόγμα που ασπάζεται ο εκάστοτε πολίτης. Μια σειρά από έτερους παράγοντες, με κυρίαρχους το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, είναι εκείνοι που διαμορφώνουν τη θρησκευτική συνείδηση κάθε ατόμου. Η θεμελίωση δε της θρησκευτικής ελευθερίας στο Θεμελιώδη Νόμο της χώρας επιτρέπει σε καθένα να διαμορφώνει και να εκδηλώνει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις καθόλη τη διάρκεια του βίου του. Όσον αφορά δε την παρουσία των Θρησκευτικών στα σχολεία, αυτή -τουλάχιστον θεωρητικά- έγκειται στην παροχή γνώσης και στην περαιτέρω καλλιέργεια του νου των μελλοντικών ενεργών πολιτών και ουχί στην κατήχησή τους. Για τον λόγο τούτο, άλλωστε, στα βιβλία των Θρησκευτικών -τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγα έτη απ’ όσο γνωρίζει ο γράφων- υπήρχαν αντικειμενικές αναφορές -πλην του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος- στο μουσουλμανισμό, στο βουδισμό, στον ιουδαϊσμό, στον ινδουισμό, ακόμα και στον τεκτονισμό. Τώρα, εάν κάποιοι “σταυροφόροι” θεολόγοι, έτειναν και συνεχίζουν να τείνουν προς τη στρατευμένη κατήχηση, τον προσηλυτισμό στην ορθόδοξη πίστη και την ισοπέδωση των υπολοίπων θρησκειών, είναι ένα ζήτημα που οφείλει να απασχολεί την Πολιτεία, πρωτίστως την εκπαιδευτική κοινότητα -περιφερειακές διευθύνσεις- και σε μικρότερο βαθμό την ιερατική. Η σωστή κατάρτιση των εκπαιδευτικών οφείλει να είναι η μέριμνα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας και όχι η δαιμονοποίηση ενός μαθήματος για αμιγώς κομματικούς λόγους.
Συνεπώς, δεν υπήρξε ουδείς σοβαρός λόγος ώστε να λάβει την αντίστοιχη διάσταση το ιδεοληπτικό πυροτέχνημα της αναπληρώτριας Υπουργού Παιδείας. «Πολύ κακό για το τίποτα» που λέει και ο θυμόσοφος λαός μας. «Διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλον» που διδάσκει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Με την κάμηλο να αποκρυσταλλώνεται στο ογκώδες έλλειμμα παιδείας, που χαρακτηρίζει εδώ και πολλές δεκαετίες το κράτος μας.
Διαχρονικά το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα νοσεί από σοβαρές παθογένειες. Από πολύ νωρίς, τις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, εστιάζεται στην αποστήθιση, στην παροχή μασημένης και στείρας γνώσης προς τους μαθητές και ουχί στην καλλιέργεια του νου και της σκέψης του. Το ψυχοφθόρο εισαγωγικό σύστημα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πέραν του άγχους και της ψυχολογικής πίεσης που προκαλεί από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου σε εφήβους, αποπροσανατολίζει το σχολείο από τον πραγματικό του ρόλο. Τον παιδευτικό του ρόλο, πρωταρχικός σκοπός του οποίου θα όφειλε να είναι η διαμόρφωση ενεργών, σκεπτόμενων και ενσυνείδητων πολιτών. Όχι η διάπλαση άλογων, ασυνείδητων και στρατευμένων “μηχανών”. Πολιτών με εξασκημένη κριτική ικανότητα, ικανών να αναγνωρίζουν και να συνειδητοποιούν τα λάθη των “προγόνων” τους και να μην τα επαναλαμβάνουν όταν διέρχονται τον πραγματικό -επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτικό- βίο. Μια κατάσταση, δηλαδή, ανέφικτη υπό τα παρόντα δεδομένα, αναλογιζόμενος κανείς το μεροληπτικό τρόπο που διδάσκεται στα σχολεία η σύγχρονη ελληνική ιστορία με απουσία αναφορών στις διχαστικές περιόδους, στη διαχρονικότητα των πελατειακών σχέσεων, στην ανέκαθεν κυριάρχηση των ιδιωτικών έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, το bullying που υπέστησαν πριν από λίγα έτη ένας πανεπιστημιακός Καθηγητής Ιστορίας, ένας συγγραφέας και ένας τηλεοπτικός σταθμός για τις αλήθειες που μετέδιδαν για το 1821.
Επομένως το παιδευτικό μας έλλειμμα -και όχι τόσο το δημοσιονομικό- οφείλεται κατά κύριο λόγο για τη χρεωκοπία μας. Χρεωκοπία οικονομική, πνευματική, κυρίως δε ηθική. Χρεωκοπία για την οποία βαρύτατες ευθύνες φέρουν οι πολιτικές-κομματικές παρεμβάσεις και στο εκπαιδευτικό σύστημα, όπως και στο υπόλοιπο δημόσιο γίγνεσθαι. Παρεμβάσεις διαχρονικές, με αποκορύφωμά τους τη δεκαετία του 80’, όταν η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε εφικτή για όλους, ανεξαρτήτως ικανότητας και αξιοσύνης. Όλοι μπορούσαν και, δυστυχώς, συνεχίζουν να μπορούν αδιακρίτως να ενταχθούν σ’ ένα ανώτατο ίδρυμα, που από εκείνη την εποχή διασκορπίζονταν ωσάν τα μανιτάρια σε κάθε ελληνική επαρχία, δίχως οιαδήποτε μέριμνα για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Όλοι τους διεκδικούσαν το περιβόητο “χαρτί”, που θα τους εξασφάλιζε μια θέση στο Δημόσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η χώρα απώλεσε τις παραγωγικές της βάσεις, τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα παραγωγής, η δόμηση δε πελατειακών σχέσεων με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία αναδείχθηκε σε εθνικό άθλημα. Αντί για ενεργούς πολίτες οι ηγεσίες, ακόμα και διαμέσου του εκπαιδευτικού συστήματος, διαμόρφωναν “μολυβένια στρατιωτάκια”, πλήρως αφοσιωμένα, ελέω των αμοιβαίων σχέσεων εξάρτησης, στο κόμμα. Για να μην επεκταθούμε στην ελλιπή φορολογική και ασφαλιστική συνείδηση και τη ροπή προς τη διαφθορά που διέκρινε ως πολύ πρόσφατα την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Εντούτοις, πώς να μπορεί να ανταποκριθεί το σχολείο στον πραγματικό παιδευτικό του ρόλο, όταν αποστερείται τους απαραίτητους πόρους; Πόρους υλικούς, κυρίως όμως ανθρώπινους, εξαιτίας και πάλι της υποχώρησης του υπέρτατου αγαθού της δημόσιας εκπαίδευσης έναντι αμιγώς κομματικών συμφερόντων. Όταν δηλαδή ετησίως εκατοντάδες σχολεία, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές και ακριτικά νησιά παραμένουν κενά, ελέω ρουσφετολογικών αποσπάσεων. Το περιεχόμενο των πιο διαδεδομένων “ρουσφετόχαρτων” αφορούν εκπαιδευτικούς. Χιλιάδες -όσα σχεδόν και τα κενά στις σχολικές αίθουσες- είναι οι αποσπασμένοι σε υπηρεσίες του Υπουργείου, περιφερειακές διευθύνσεις, κομματικά και πολιτικά γραφεία εκπαιδευτικοί, λόγω της πελατειακής τους συναλλαγής με κάποιο πολιτικό παράγοντα. Έτσι, ακριτικά σχολεία που σε μια ευνομούμενη Πολιτεία θα στελεχώνονταν κατά προτεραιότητα, παρέχοντας προς τους εκπαιδευτικούς και τα αρμόζοντα κίνητρα, παραμένουν κενά ή επανδρώνονται ετησίως με την προσωρινή λύση των αναπληρωτών.
Όλα τα ανωτέρω, καθώς και μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως ο ρόλος των κομματικών παρατάξεων στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, η πλημμελής επαγγελματική εκπαίδευση και η ίδρυση μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων απασχολούν για δεκαετίες την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Για πολλά εξ’ αυτών ερωτήθηκε και ο νυν Υπουργός, κατά την πρόσφατη συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση, αποφεύγοντας ωστόσο να δώσει πειστικές απαντήσεις. Ούτως ή άλλως, διαχρονικά όλοι οι πολιτικοί μας ταγοί συνηθίζουν να εθελοτυφλούν απέναντι στα σοβαρά εκπαιδευτικά προβλήματα, αποφεύγοντας το δημόσιο διάλογο και την «πραγματική» διαβούλευση με τους καθ’ ύλην αρμόδιους, τους έντιμους και ευσυνείδητους δασκάλους και καθηγητές. Αναλώνονται, όπως προτάξαμε, σε ελάσσονος σημασίας ζητήματα, όπως τα Θρησκευτικά. Γι’ αυτό και το αγκυλωμένο έλλειμμα παιδείας διαιωνίζεται, με την πλειοψηφία του λαού να παραμένει προσηλωμένο προς τη συντηρητική Ανατολή και ουχί προς την προοδευτική και φιλελεύθερη Δύση.