Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας ως προς τις αιτίες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η κυριότερη είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας μας. Δυστυχώς, στα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας ξεμάθαμε να παράγουμε πραγματικό πλούτο. Η μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό είναι η τραγική υποχώρηση των δεικτών της πρωτογενούς παραγωγής. Θεωρήσαμε ότι μόνον με τον τομέα των υπηρεσιών και με το δανεικό χρήμα θα συνεχίζαμε να περνάμε άνετα. Η πραγματικότητα, όμως, μας εκδικήθηκε. Για τούτο δεν επιτρέπεται να υποπέσουμε στα ίδια λάθη. Μόνος δρόμος ελπίδας είναι αυτός της αύξησης της παραγωγικότητας. Μόνον αυτός θα φέρει την ανάπτυξη. Και σοβαρή ανάπτυξη θα υπάρξει μόνον αν ενισχυθεί αποφασιστικά η πρωτογενής παραγωγή, που θα διακρίνεται για την εξωστρέφειά της, την ποιότητα και την ταυτότητα των προϊόντων της. Διαφορετικά, η ανάπτυξη που θα πετύχουμε θα είναι και πάλι «φούσκα». Και όπως μάθαμε οι φούσκες σκάνε εύκολα.
Στροφή, λοιπόν, στην αγροτική παραγωγή, στροφή στην κτηνοτροφία. Αυτή πρέπει να είναι απαρέγκλιτη κατευθυντήριος γραμμή για την όποια ελληνική κυβέρνηση, όποιο οικονομικό πρόγραμμα κι αν εφαρμόζει, για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Η επιμονή σε αυτό το στόχο θα έχει πολλαπλά οφέλη: την αύξηση των πολύτιμων εξαγωγών, την μείωση της ανεργίας, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, την τόνωση της χειμαζόμενης από την αποψίλωση του πληθυσμού επαρχίας, την εξασφάλιση της τροφικής επάρκειας.
Και σε αυτά μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε εξ αρχής. Εγκαταλείποντας τις άγονες αντιπολιτευτικές αντιπαραθέσεις, την εύκολη κριτική προς χάριν εντυπώσεων και ψηφοθηρίας. Εποικοδομητικά, συναινετικά αλλά και παραινετικά να σταθούμε απέναντι στις προσπάθειες ανασύνταξης και τόνωσης του αγροτικού τομέα. Την επόμενη περίοδο, η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να πρωτοστατήσει προς αυτή τη νέα, ως προς τα ελληνικά ειωθότα, πολιτική συμπεριφορά. Τούτο, τουλάχιστον, όσον με αφορά ας θεωρηθεί δεδομένο. Η όποια γνώση, πείρα αλλά και χρήσιμες, πιστεύω, προτάσεις για την αγροτική πολιτική –οι οποίες διαμορφώθηκαν και με την ανεκτίμητη συνδρομή των υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης στο οποίο θήτευσα ως αναπληρωτής υπουργός- είναι στη διάθεση της νέας κυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου, που ανέλαβε την ευθύνη για την αγροτική πολιτική, θα έχει τη δυνατότητα να κινηθεί σε «στρωμένες ράγες». Εν μέσω μιας επώδυνης διαδικασίας εξόδου από την κρίση, στον αγροτικό τομέα έγιναν -παρά τα όποια λάθη ή στραβοπατήματα- σοβαρά βήματα που διαμόρφωσαν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξή του το επόμενο διάστημα.
Αναφέρω ενδεικτικά μέτρα που έλυσαν χρονίζοντα προβλήματα του αγροτικού κόσμου, όπως:
- Η διαγραφή των πανωτοκίων σε χιλιάδες αγρότες και κτηνοτρόφους με «κόκκινα» δάνεια στην παλαιά ΑΤΕ.
- Η οριστική νομιμοποίηση αυθαίρετων σταβλικών εγκαταστάσεων χωρίς κανένα πρόστιμο.
- Η απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας αδειοδότησης των κτηνοτροφικών εγκαταστάσεων με πολύ μικρότερο κόστος.
Τεράστια «προίκα» συνιστά αναμφίβολα για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014-2020 η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που θα διοχετεύσει στη χώρα σχεδόν 20 δις ευρώ, παρά τη μείωση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Επιδίωξή μας κατά την οικοδόμηση της αρχιτεκτονικής της νέας ΚΑΠ υπήρξε εξ αρχής η αλλαγή των προϋποθέσεων στήριξης του παραγωγού. Πλέον, η οικονομική ενίσχυση θα πηγαίνει στον «ενεργό» γεωργό και κτηνοτρόφο, σε αυτόν που πραγματικά παράγει. Οι συνέπειες από αυτήν την επαναστατική αλλαγή θα είναι ιδιαίτερα θετικές.
Οι στοχεύσεις μας περιλάμβαναν, επίσης, την ηλικιακή ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού, την ενίσχυση της ελληνικής κτηνοτροφίας και αγροτικών προϊόντων στρατηγικής σημασίας. Ειδικά για τους νέους αγρότες, προβλέπεται επιπλέον 25% επί της βασικής ενίσχυσης. Ενώ, το νέο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, ύψους 4,5 δις ευρώ, μπορεί να αναζωογονήσει περαιτέρω την πρωτογενή παραγωγή με πολύτιμους πόρους για Νέους Αγρότες, Ομάδες Παραγωγών, Σχέδια Βελτίωσης, Επιδότηση Ασφαλίστρου, Αγροπεριβαλλοντικά Προγράμματα, Ταμιευτήρες κ.α.
Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για την ευόδωση της γενναίας χρηματοδότησης του αγροτικού μας τομέα είναι η διασφάλιση της παραμονής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Το μοιραίο λάθος που θα μας… εκτροχίαζε θα είχε ολέθριες συνέπειες και για τους Έλληνες παραγωγούς.
Και βεβαίως, θα πρέπει να αποφευχθεί η επανάληψη λαθών, όπως με την επιμήκυνση της διάρκειας του γάλακτος. Προτάσεις από διεθνείς ή εσωτερικούς παράγοντες, που εμφανίζονται ως θέσφατα, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγής μας αλλά και το όφελος των καταναλωτών, δεν πρέπει να υιοθετούνται άκριτα.
Εν κατακλείδι, να επαναλάβουμε ότι και οι ίδιοι οι παραγωγοί πρέπει να συνενώσουν τις δυνάμεις τους σε Οργανώσεις Παραγωγών. Διότι μόνον έτσι θα μειωθεί το κόστος παραγωγής αλλά και θα εισρεύσουν κεφάλαια για επενδύσεις, που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να καρπώνονται οι ίδιοι την προστιθέμενη αξία των προϊόντων τους. Αντιθέτως, θα πρέπει να κόψουμε κάθε δεσμό με τις παθογένειες του παρελθόντος. Και μια από αυτές είναι το «καρκίνωμα» των κρατικοδίαιτων αγροτοσυνδικαλιστικών οργανώσεων. Παλεύοντας με «θεούς και δαίμονες» καταφέραμε να παγώσουμε τη χρηματοδότησή τους. Ευελπιστούμε ότι την επόμενη περίοδο θα δοθεί, επιτέλους, η πρέπουσα οριστική λύση, που δυστυχώς, παρά τις εξαγγελίες της, δεν τόλμησε η προηγούμενη κυβέρνηση…