Μονογραμμικά, του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Τσιγάρο άκαφτο και τασάκι καθαρό. Σκηνικό του μη-γενόμενου.
Τα περιστέρια διαπληκτίζονταν για κομμάτι κουλούρι που εν τω μεταξύ είχε κάνει φτερά. Τρομεροί κλέφτες οι σπουργίτες.
Κάθε πρωί η γριά του πρώτου ορόφου έπιανε πόστο στο μπαλκόνι της. Μετά το «φευγιό» του γέρου, τα σκυλιά και οι συνοδοί τους ήταν η πρωινή της εκτόνωση. Για τις φωνές που μάζευε όλο το βράδυ.
Κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά. Και την υπόλοιπη μέρα το ίδιο.
Κάθε πρωί μια σκούπα έσβηνε τα ίχνη της προηγούμενης μέρας. «Μότο» της το «η ζωή συνεχίζεται».
Τι σου κάνουν οι παγιωμένες σκέψεις… Όταν ακούω καμπάνα να κτυπά, αυτόματα το μυαλό μου αναρωτιέται «για ποιον;»