Guest, slideshow-1

Μνημόνιο: 15 χρόνια μετά

γράφει ο Ιωάννης Μπαξεβάνος.

Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από την ημέρα που η Ελλάδα, με τη χάρη κλοσάρ στο Παρίσι και την αυτοπεποίθηση εφήβου που μόλις κατάλαβε πως το πανεπιστήμιο δεν είναι λύση, υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο. Μια λέξη που απέκτησε στη χώρα μας σχεδόν θεολογικό βάρος – σαν να μιλάς για «προπατορικό αμάρτημα» αλλά σε πιο τεχνοκρατική διάλεκτο.

Οκτώ γράμματα που χωρούν μέσα τους όλες τις ενοχές ενός συστήματος που έζησε πάνω από τις δυνατότητές του, που χόρεψε στο ζεϊμπέκικο του δανεισμού μέχρι να σπάσει η πίστα. Και τότε, ήρθε εκείνος που τόλμησε να πατήσει το κουμπί έκτακτης ανάγκης. Όχι επειδή ήταν ο γενναιότερος —αυτό άλλωστε κανείς δεν το ισχυρίζεται— αλλά επειδή ήταν ο μόνος που είχε τη στοιχειώδη αίσθηση της πραγματικότητας.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, με μια αφέλεια που έμοιαζε με εντιμότητα και με μια επιμονή που μύριζε αυτοχειριασμό, πήρε την ευθύνη να μας προσγειώσει στο παρόν. Όχι σε κάποιο φαντασιακό παρόν, αλλά στο δικό μας, εκείνο των άδειων ταμείων, των διορισμών με το ζύγι και της κρατικοδίαιτης αυταπάτης. Η υπογραφή του στο πρώτο Μνημόνιο δεν ήταν πράξη παράδοσης — ήταν η πιο ρεαλιστική πράξη άμυνας που είχε δει η Ελλάδα μετά το ’74.

Αλλά εμείς, ως λαός με μεγάλη έφεση στην τραγωδία και ακόμα μεγαλύτερη στην αυτοθυματοποίηση, αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα: να σκοτώσουμε τον αγγελιοφόρο. Γιατί δεν μας πείραξε τόσο το ίδιο το Μνημόνιο — άλλωστε επί χρόνια κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να το φέρουμε. Μας πείραξε που ειπώθηκε δυνατά. Που κάποιος μας είπε «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος» χωρίς να συνοδεύσει τη φράση με φλογερά ποιήματα ή λυρικές υποσχέσεις. Ε, αυτό δεν συγχωρείται στην Ελλάδα.

Και τότε μπήκαν στο κάδρο οι επόμενοι. Οι σωτήρες με τα πανό και τις κραυγές. Οι αντιμνημονιακοί των πεζοδρομίων, που φώναζαν για εθνική κυριαρχία την ώρα που η χώρα χρωστούσε μέχρι και τις σημαίες που κρατούσαν. Η αριστερά του πεζοδρομίου, που έστησε αντιστάσεις εναντίον της λιτότητας και έφτασε να υπογράψει νέο μνημόνιο με μεγαλύτερη όρεξη κι απ’ το πρώτο. Κι η δεξιά, που έσκισε τα καλσόν της για την αδούλωτη πατρίδα, μόνο και μόνο για να συνεχίσει την ίδια πολιτική με περισσότερη επικοινωνιακή επένδυση και λιγότερη αυτογνωσία.

Το ΠΑΣΟΚ όμως —και εδώ πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι— δεν έκρυψε αυτό που έκανε. Ούτε το παρουσίασε ως «αντίσταση» ή «αναγκαστική διαπραγμάτευση». Το υπέγραψε, το υπερασπίστηκε και το πλήρωσε. Πλήρωσε με πολιτικό κεφάλαιο, με ποσοστά, με πρόσωπα. Αν μη τι άλλο, η αυτοκτονία του ΠΑΣΟΚ ήταν αξιοπρεπής. Δεν φώναξε «είμαι αθώο θύμα», δεν ντύθηκε Ζήκος, δεν είπε «με ανάγκασαν». Είπε: «το κάναμε». Και το έκανε πρώτο.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δεν ήταν όλα σωστά. Η διαχείριση είχε λάθη, υποεκτιμήσεις, αναποτελεσματικές ρήτρες. Δεν έγινε επανάσταση. Αλλά δεν ήταν κι έγκλημα. Ήταν η στιγμή που κάποιος άνοιξε το φως στο δωμάτιο. Και όλοι οι υπόλοιποι έκλεισαν τα μάτια, φώναξαν «μας τυφλώνεις» και έτρεξαν στο σκοτάδι της δημαγωγίας. Εκεί που η χώρα «μπορούσε να ανακάμψει χωρίς μνημόνια» — μαγικά, με ένα plan b που κανείς δεν έδειξε ποτέ.

Η μεταφυσική της ελπίδας κυριάρχησε. Η φαντασίωση πως υπάρχει ένας άλλος δρόμος, κάπου σε έναν χάρτη που μόνο εμείς βλέπουμε. Πως υπάρχουν λεφτά που «κάποιοι μας τα κρύβουν», ανάπτυξη που θα έρθει από τα τσιμέντα και τις επενδύσεις που «δεν μας αφήνουν». Κι έτσι, ζήσαμε δεκαπέντε χρόνια αυτοπαραμύθιασης — κι αν κάτι μας ενόχλησε, δεν ήταν το βάθος της ύφεσης, αλλά το ότι κάποιος μας το είπε χωρίς ντροπή.

Σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά, μπορούμε επιτέλους να μιλήσουμε χωρίς ψευδαισθήσεις. Όχι για να αποδώσουμε ευθύνες — αυτές έχουν μοιραστεί σαν κουπόνια σε λαϊκή αγορά. Αλλά για να δούμε ποιος τουλάχιστον τόλμησε να φερθεί ως ενήλικας. Ποιος είπε την αλήθεια όταν αυτή δεν ήταν δημοφιλής. Ποιος προτίμησε να τον μισήσουν για την ειλικρίνειά του, αντί να τον αγαπήσουν για το ψέμα του.

Η αλήθεια είναι πως το Μνημόνιο δεν ήταν το πρόβλημα. Ήταν το σύμπτωμα. Το πρόβλημα ήμασταν εμείς — το πολιτικό μας σύστημα, η νοοτροπία μας, η άρνηση να δούμε την πραγματικότητα ως έχει.

Κι αν το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε βαρύ τίμημα, ήταν γιατί λειτούργησε σαν το παιδί που σηκώνεται στο τραπέζι των γιορτών και λέει «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Και το πλήρωσε όπως πάντα πληρώνουν οι κυνικοί ρεαλιστές: με την εξορία τους από τον δημόσιο λόγο.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, μπορούμε ίσως να το πούμε χωρίς οργή, χωρίς ειρωνεία, χωρίς φανατισμό: το ΠΑΣΟΚ, με όλα του τα ελαττώματα, είχε το πολιτικό θάρρος να πει την αλήθεια όταν όλοι οι άλλοι ζούσαν μέσα στο ψέμα. Κι αυτό, όσο κι αν μας ενοχλεί, ήταν η πιο αξιοπρεπής πράξη σε μια εποχή γενικευμένης παράνοιας.

Και τώρα, δεκαπέντε χρόνια μετά, ίσως ήρθε η ώρα να ξανακοιτάξουμε αυτή την εποχή όχι με φανατισμό, αλλά με την ψυχραιμία του ιστορικού. Όχι για να πούμε «δικαιώθηκε», αλλά για να παραδεχτούμε πως, αν μη τι άλλο, ήταν το μόνο κόμμα που δεν προσπάθησε να μετατρέψει τη χρεοκοπία σε reality show.

Κι αυτό, στις μέρες μας, είναι σχεδόν επαναστατικό.

*Ο Ιωάννης Μπαξεβάνος είναι Φιλόλογος.

 

Προηγουμενο Αρθρο
Teacher of Greek language and literature / M.Ed. / M.Sc.

Μνημόνιο: 15 χρόνια μετά

γράφει ο Ιωάννης Μπαξεβάνος. Πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από την ημέρα που η Ελλάδα, με τη χάρη κλοσάρ στο Παρίσι και

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο