της Αιμιλίας Σαλβάνου.
Το 2014 είναι το έτος της εκατονταετηρίδας του «Μεγάλου Πολέμου», ωστόσο για την Ελλάδα δεν αποτελεί ορόσημο αφού ο πόλεμος, τόσο πρακτικά όσο και συμβολικά, τελείωσε το 1922
Το 2014 είναι το έτος της εκατονταετηρίδας από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ενώ όμως στην Ευρώπη η εκατονταετηρίδα είναι κεντρικό θέμα στις δημόσιες συζητήσεις, στην Ελλάδα μοιάζει να απουσιάζει η μνήμη του. Ενδεικτικό είναι ότι σε αφιέρωμα έγκυρης κυριακάτικης εφημερίδας αναφορικά με τις επετείους του νέου έτους, έλειπε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν. Ακόμη και όταν αναφέρεται ωστόσο, αναφέρεται ως ένας κατεξοχήν ευρωπαϊκός πόλεμος που δεν αφορά την Ελλάδα, παρά μόνο στον βαθμό που δημιούργησε καταστάσεις οι οποίες την επηρέασαν εκ των υστέρων.
Αυτή η σιωπή για έναν τόσο μεγάλο πόλεμο φαντάζει παράδοξη. Από την αρχαιότητα ήδη οι πόλεμοι προκαλούσαν την ιστόρησή τους: είτε για να διασφαλιστεί η μνήμη των ηρωικών κατορθωμάτων είτε για να μην επαναληφθεί η φρίκη τους, οι πόλεμοι όχι μόνο βρίσκονταν στο κέντρο των ιστορικών αφηγήσεων και της ιστορικής κουλτούρας των κοινοτήτων, αλλά πολλές φορές τη διαμόρφωναν κιόλας. Ας θυμηθούμε εδώ όχι μονάχα τους ιστορικούς της αρχαιότητας, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο ή τον Ξενοφώντα, ο καθένας από τους οποίους ιστόρησε στην ουσία έναν πόλεμο, αλλά και τα πιο πρόσφατα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών του 1821 ή τον τρόπο που πολεμικοί ανταποκριτές σε σύγχρονούς μας πολέμους καταπιάνονται με τη συγγραφή μιας αφήγησης του πολέμου λίγο μόνο καιρό αφότου γυρίσουν από το μέτωπο. Με τον ίδιο τρόπο, εθνικές επέτειοι, μνημεία και τελετουργίες είναι στενά συνδεδεμένα με τους πολέμους και τις περιπέτειες ή τα κατορθώματα των εθνικών κρατών σε αυτούς. Τι συνέβη και ενώ ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έχει καταχωριστεί ως ορόσημο σε όλα τα εθνικά κράτη που συμμετείχαν σε αυτόν, απουσιάζει ως τέτοιο από την ελληνική περίπτωση; Το επιχείρημά μου εδώ δεν είναι ότι δεν θυμόμαστε τον Α΄ Παγκόσμιο. Αντίθετα, αυτό που θέλω να υποστηρίξω είναι ότι οι μνήμες που σχετίζονται με αυτόν έχουν ανοίξει σε πολλά και διαφορετικά πεδία, όπως ανοίγει ένα πυροτέχνημα. Το αποτέλεσμα είναι η μνήμη του ίδιου του πολέμου να αποδυναμώνεται ως κεντρική μνήμη, να είναι παρούσα όμως μέσα από τις μνήμες των πεδίων στα οποία έχει διασπαστεί.
Το ορόσημο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου
Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι η αρχή του 20ού αιώνα συμπίπτει με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το επιχείρημα του Eric Hobsbawm, για παράδειγμα, για το θέμα αυτό είναι ότι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο, άλλαξε τόσο καθοριστικά όχι μόνο ο γεωγραφικός αλλά και ο ιδεολογικός και πολιτισμικός χάρτης του κόσμου, ώστε τελείωσε οριστικά το προηγούμενο διανοητικό σύμπαν.2 Οι γεωγραφικές, ιδεολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές συντεταγμένες του κόσμου που διαμορφώθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο αποτέλεσαν σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό τη γραμματική με την οποία διαβάζαμε την πραγματικότητα τουλάχιστον μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991. Οι δυνάμεις που συμμετείχαν μπήκαν λίγο-πολύ ως αυτοκρατορίες και μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος είχαν μετατραπεί σε εθνικά κράτη. Ο κομμουνισμός, όπως και οι δημοκρατίες αλλά και οι φασισμοί, ήταν παιδιά του Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν κατέρρευσε ο κομμουνισμός (τουλάχιστον στην ευρωπαϊκή υπαρκτή μορφή του), κατέρρευσε μαζί του μία από τις οργανωτικές δυνάμεις της πραγματικότητας, και συνεπώς με τη σειρά τους όλες οι συμβάσεις πάνω στις οποίες οργανώθηκε ο κόσμος μετά το 1918. Αυτή η αποδιοργάνωση, άλλωστε, έγινε πολύ γρήγορα εμφανής με την όξυνση των βαλκανικών εθνικισμών τη δεκαετία του 1990. Με αυτή την έννοια, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έχει κεντρική σημασία για τα εθνικά κράτη και ως τέτοιο σημείο τομής έχει καταχωριστεί στη συλλογική τους μνήμη: η 11η Νοεμβρίου είναι για σχεδόν όλη την Ευρώπη, αλλά και για εθνικά κράτη από άλλα σημεία του πλανήτη που συμμετείχαν στον πόλεμο αυτό, όπως η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, αφιερωμένη στην ενθύμηση της λήξης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Η Ελλάδα συνδεόταν με τον πόλεμο αυτό εξαρχής πολυδιάστατα. Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα η Ελλάδα δεν ήταν ανάμεσα στα κράτη που μετά τον πόλεμο προσδοκούσαν να ξαναμοιράσουν τις αποικίες τους, επεκτείνοντας έτσι τις ζώνες στις οποίες ασκούσαν οικονομική εκμετάλλευση. Βρισκόταν όμως σε μια συγκυρία που η προοπτική επέκτασης των συνόρων της και πραγμάτωσης του ονείρου της «Μεγάλης Ελλάδας» ήταν ορατή, ιδιαίτερα μετά τη συμμετοχή της στους νικηφόρους για την ίδια βαλκανικούς πολέμους. Η ακριβής χαρτογράφηση των οφελών από τους πολέμους αυτούς είχε μείνει ακόμη ανοιχτή, αλλά η προοπτική της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτέρωνε τις προσδοκίες για τον πολλαπλασιασμό τους. Τα όρια του κράτους είχαν ήδη σχεδόν διπλασιαστεί με την ενσωμάτωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των νησιών του Αιγαίου, και το «εθνικό φρόνημα» βρισκόταν σε έξαρση. Στο πλαίσιο μιας τελεολογικής ανάγνωσης της ελληνικής ιστορίας, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος εμφανίστηκε ακριβώς ως ευκαιρία ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας που είχε ξεκινήσει τα χρόνια των βαλκανικών πολέμων.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι και η τελεολογία της εθνικής ολοκλήρωσης
Στο πλαίσιο μιας τελεολογικής προσέγγισης της ελληνικής ιστορίας, με βάση την οποία προορισμός του έθνους ήταν η επέκταση των συνόρων του ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο του πληθυσμού που θεωρούσε εθνοτικά Έλληνες, καθώς και η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι βαλκανικοί πόλεμοι αποτέλεσαν καθοριστικό σημείο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Μαζί με τον Μακεδονικό Αγώνα που προηγήθηκε αποτέλεσαν για το ελληνικό κράτος ιδανική συγκυρία να διορθώσει τις συνέπειες της ταπείνωσης της ήττας του 1897, προωθώντας ένα αφήγημα εθνικής ανάτασης και ομοψυχίας. Οι νίκες της περιόδου θεωρήθηκε ότι έφεραν τη Μεγάλη Ιδέα ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίησή της. Αμέσως σχεδόν μετά τη λήξη τους, άρχισαν να στήνονται ηρώα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, και κυρίως στις «νέες χώρες». Στόχος ήταν αφενός να οικοδομηθεί η εθνική φυσιογνωμία και αφετέρου να συμφιλιωθούν οι πολίτες με την ιδέα της πιθανολογούμενης απώλειας. Τα ηρώα στήνονταν από τις κοινότητες, με την ενθάρρυνση της κεντρικής εξουσίας, και εντάσσονται σε μια λογική επανεκπαίδευσης των πολιτών για το νόημα της εθνικής ταυτότητας και του πατριωτισμού. Ο θάνατος από προσωπικός γινόταν δημόσιος, υπόθεση του έθνους, και αφετέρου αποκτούσε νόημα. Δεν ήταν τόσο το πένθος των οικείων αυτό που είχε σημασία όσο η προσφορά του αποθανόντας στην πατρίδα. Και μέσα από αυτή την προσφορά θα έπρεπε να μάθουν να βιώνουν την απώλεια (ή το ενδεχόμενο του δικού τους θανάτου) οι πολίτες. Τον ίδιο σκοπό άλλωστε εξυπηρετεί και η λογοτεχνία της εποχής, με την εξύμνηση του θανάτου για την πατρίδα. Πρόκειται για ένα νέο είδος πατριωτισμού, όπου η λειτουργία του θανάτου είναι παραδειγματική. Οι νεκροί του 1912-13 μνημονεύονται και τιμώνται επειδή ο θάνατός τους αποτελεί συμβολή στον σκοπό της εθνικής ολοκλήρωσης που έμοιαζε να πλησιάζει.
Η διχασμένη μνήμη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου
Τα όσα ακολούθησαν γρήγορα κλόνισαν την πίστη στο εθνικό φρόνημα και την ομοψυχία που οικοδομούσε η προηγούμενη περίοδος. Ο Εθνικός Διχασμός του 1915, το μοίρασμα της Ελλάδας ανάμεσα σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και οι διώξεις που ακολούθησαν έφεραν στην επιφάνεια προβλήματα που συσσωρεύονταν ήδη από την εποχή της πτώχευσης του 1893 και που κατά περιόδους έβγαιναν στην επιφάνεια (όπως με την πολιτική αστάθεια των πρώτων χρόνων του αιώνα, το κίνημα του 1909, το γλωσσικό ζήτημα κ.λπ.), όχι όμως με τόσο δραματικό χαρακτήρα. Ο Διχασμός συνεπώς μπορεί να εκδηλώθηκε με αφορμή τη συμμετοχή ή μη της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, αντανακλούσε όμως πολύ βαθύτερες διαιρέσεις της εθνικής κοινότητας. Και για τον ίδιο λόγο, ούτε τελείωσε μετά την απόφαση συμμετοχής στον πόλεμο και τη Βουλή των Λαζάρων. Αντίθετα, μετατράπηκε σε φακό μέσα από τον οποίο διαβάζουμε το σύνολο σχεδόν της νεότερης ελληνικής ιστορίας από το 1909 ώς την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Διχασμός ήταν ακόμη πάρα πολύ ζωντανός στον Μεσοπόλεμο περιγράφεται από τον Δ. Γληνό. Σχολιάζοντας τα αναγνωστικά του δημοτικού, ο Γληνός αποδίδει την καθολική σιωπή τους για τον Μεγάλο Πόλεμο και τις λιγοστές αναφορές στους βαλκανικούς όχι μόνο στην κόπωση από τον πόλεμο και την αποκαθήλωσή του ως πρόσφορο μέσο διεκδίκησης (στάση που αφορά άλλωστε όλα τα κράτη που συμμετείχαν σε αυτόν), αλλά και στον Εθνικό Διχασμό, ως ελληνική ιδιαιτερότητα. Γράφει συγκεκριμένα:
Δεν δύναταί τις όμως να αρνηθή, ότι την τάσιν αυτήν υπεβοήθησε και έτερος λόγος, ειδικός ελληνικός, και ο λόγος ούτος είναι ο εσωτερικός διχασμός των Ελλήνων εξ αφορμής του Μεγάλου πολέμου. Τα πρόσωπα, τα οποία συνεδέθησαν με τα γεγονότα της Ελληνικής Ιστορίας από του 1912 και εξής κατέστησαν κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπον μισητά εις μέγα μέρος των Ελλήνων. Οι βασιλόφρονες εμίσουν θανασίμως τον κ. Βενιζέλον και πάντας τους μετ’ αυτού δράσαντας. Τα καθεστώτα ενηλλάσσοντο. Και ό,τι ήτο αρεστόν εις τους μεν, ήτο δυσάρεστον εις τους δε. Το ήμισυ των Ελλήνων δεν ηδύνατο να ίδη μέσα εις τα διδακτικά βιβλία το όνομα του Κωνσταντίνου, το έτερον ήμισυ να ίδη το όνομα του Βενιζέλου. Και ούτω οι συγγραφείς απέφευγον και τον μεν και τον δε και τα γεγονότα τα οποία συνεδέθησαν με την δράσιν τους».3
Άλλωστε η ήττα στο μικρασιατικό μέτωπο και η εμπειρία της Καταστροφής, με την παρουσία των προσφύγων να υπενθυμίζει καθημερινά τις συνέπειες, όξυνε ακόμη περισσότερο τη διχαστική λογική – κατάσταση που εκφράστηκε τόσο στη δίκη και την εκτέλεση όσων θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για την Καταστροφή όσο και στην πολιτική αστάθεια της περιόδου που ακολούθησε.
Τα μνημεία και η μνήμη του Μεσοπολέμου
Ο Μεσοπόλεμος έθεσε επιτακτική την ανάγκη διαχείρισης της μνήμης της προηγούμενης περιόδου. Αφενός αυτή ήταν η τάση σε όλες τις χώρες που είχαν βγει από τον πόλεμο – είναι η εποχή που στήνονται τα μνημεία του «άγνωστου στρατιώτη», σε μια προσπάθεια να διαχειριστούν τα κράτη τους πιο μαζικούς και απρόσωπους ταυτόχρονα θανάτους που είχαν γνωρίσει ώς τότε. Από την άλλη, μέσα σε αυτή τη λογική της διαχείρισης της μνήμης, οι χώρες της Συμμαχίας είχαν αποφασίσει να εγκαθιδρύσουν στρατιωτικά νεκροταφεία στα πεδία των νεκρών για να τιμήσουν τους πεσόντες. Δύο από αυτά ήταν βεβαίως και το μέτωπο της Μακεδονίας και η Λήμνος, με το βρετανικό νεκροταφείο της Δοϊράνης, το διασυμμαχικό και το ινδικό της Θεσσαλονίκης και το στρατιωτικό νεκροταφείο του Μούδρου. Τι να κάνει με τους δικούς του νεκρούς το ελληνικό κράτος; Και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να διαπραγματευτεί αυτή τη διχασμένη μνήμη, ώστε να βρει τη θέση της σε αυτή των συμμαχικών στρατευμάτων;
Σε συνεργασία με τον στρατό, το ελληνικό κράτος αποφάσισε σχεδόν αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα ανέγερσης ανδριάντων και μνημείων για τους νεκρούς όλης της πολεμικής δεκαετίας 1912-22. Μνημεία βέβαια για τους βαλκανικούς πολέμους, όπως είδαμε, υπήρχαν ήδη. Τώρα όμως έμπαιναν σε μια άλλη λογική. Ολόκληρη η δεκαετία αντιμετωπιζόταν σε επίπεδο θεσμικό πια, από την κεντρική εξουσία αντί για την κοινοτική της προηγούμενης περιόδου, ως η δεκαετία κατά την οποία μέσα από τις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού «απελευθερώθηκαν» οι υπόδουλες περιοχές και εντάχθηκαν στα όρια του ελληνικού κράτους. Η θεσμική διαχείριση της μνήμης του πρόσφατου παρελθόντος σε περιοχές που είχαν ενταχθεί μόλις λίγα χρόνια πριν στο ελληνικό κράτος (βλ. Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο) είναι αφενός μέρος της προσπάθειας πολιτισμικής και εθνικής ομογενοποίησης, με την καθοδήγηση της κεντρικής εξουσίας. Αφετέρου, η αναφορά στους βαλκανικούς πολέμους με την ανέγερση σχετικών μνημείων αποτελούσε πολιτικά υπόμνηση των σχέσεων ισορροπίας που είχαν εγκαθιδρυθεί τότε στα Βαλκάνια, αποθαρρύνοντας την αμφισβήτησή τους μετά τις καινούριες συνθήκες που επικράτησαν με το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου. Τέλος, η ενσωμάτωση των βαλκανικών πολέμων ως ένα μυθικό ηρωικό παρελθόν στη μνήμη της πολεμικής δεκαετίας λειτουργούσε ενοποιητικά, σε αντίστιξη με τους διχασμούς της συνέχειας. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Βενιζέλος, στα αποκαλυπτήρια του ηρώου στο Κιλκίς, αναφέρεται στην τελετή ως ευκαιρία να επιστρέψει η Ελλάδα σε ένα παρελθόν σχετικά πρόσφατο όπου «ηνωμένη όλη εβάδιζεν εις την πραγματοποίησιν των εθνικών της ιδανικών».4
Έτσι, την εποχή αυτή ανεγείρονται μνημεία αφιερωμένα στις επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο, όπως αυτό της Δοϊράνης (μέσα στο συμμαχικό νεκροταφείο, αλλά με αναφορές και στους βαλκανικούς) (1926) ή της Αξιούπολης (1926), αλλά και μνημεία ενθυμητικά της «απελευθέρωσης» της πόλης κατά τους βαλκανικούς πολέμους: των Γιαννιτσών (1926), του Μπιζανίου (1926), του Λαχανά (1928), του Κιλκίς (1928) και των Σερρών (1929). Ιδρύονται επίσης τα στρατιωτικά νεκροταφεία στη Βόρεια Ελλάδα, μεταξύ των οποίων της Δοϊράνης και της Θεσσαλονίκης. Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, τα αποκαλυπτήρια του οποίου θα γίνουν λίγα χρόνια αργότερα, το 1932, στο πνεύμα παρόμοιων μνημείων που ανεγείρονται σε όλη την Ευρώπη, συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτή τη λογική της ευθυγράμμισης της εθνικής μνήμης με τους πεσόντες των πολέμων, αν συνυπολογιστεί μάλιστα ότι στην αρχική φάση του μνημείου συγκαταλέγονταν μονάχα οι νεκροί της περιόδου 1912-22, αφήνοντας εκτός τους νεκρούς των προηγούμενων πολέμων, συμπεριλαμβανομένων και του 1821.
Τα μνημεία αυτά μπορεί να αποτυπώνουν τα κατορθώματα ή τις περιπέτειες του ελληνικού στρατού, δεν αποτυπώνουν όμως τη συνολική μνήμη του Παγκοσμίου Πολέμου. Λείπει η μνήμη της προσφυγιάς και αυτή της καθημερινής ζωής, την αποτύπωση της οποίας ανέλαβε κυρίως στην περίοδο αυτή η λογοτεχνία. Μέσα από τη λογοτεχνία της περιόδου φτάνουν ώς εμάς τόσο οι δυσκολίες και οι αντιφάσεις της καθημερινότητας του πολέμου όσο και η προσφυγική εμπειρία. Η τελευταία μόνο σταδιακά μετατράπηκε σε διαχειρίσιμη μνήμη, όταν οι προσφυγικοί σύλλογοι του Μεσοπολέμου ανέλαβαν την προσπάθεια διαμόρφωσής της κατά τρόπο ευθυγραμμισμένο με το εθνικό αφήγημα. Την περίοδο αυτή θα φτιάξουν σταδιακά οι σύλλογοι το αφήγημα της προσφυγικού ελληνισμού για να διεκδικήσουν στις δεκαετίες που ακολούθησαν την ορατότητα της μνήμης τους στον δημόσιο χώρο.
Το πυροτέχνημα της μνήμης
Μέσα σε όλους αυτούς τους δαιδάλους της μνήμης, την ενσωμάτωση των βαλκανικών, τις σιωπές για τον Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την προσφυγιά, πώς συμπυκνώνεται στη σύγχρονη εθνική συνείδηση ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και πώς ερμηνεύεται η απουσία του ως ορόσημου της μνήμης;
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι απών ως ορόσημο από την ελληνική εθνική συνείδηση. Αντιθέτως, αποτελεί ένα από τα κομβικά σημεία του εθνικού αφηγήματος. Με τη διαφορά ότι η μνήμη του δεν εστιάζεται, ούτε σήμερα αλλά ούτε ήδη από την εποχή του, στη διετή εμπλοκή του ελληνικού κράτους σε αυτόν. Ήδη από τον Μεσοπόλεμο, η περίοδος από τους βαλκανικούς πολέμους (κατά περίπτωση από τον Μακεδονικό Αγώνα) ώς το 1922 θεωρείται ως συνεχής και συμπυκνώνεται στη συνέχεια μνημονικά κάτω από έναν «συμπεριληπτικό» Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον τρόπο που μεταφράζεται στην ελληνική εθνική συνείδηση, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, και ό,τι αφορά βεβαίως τις συνέπειές του για την Ελλάδα, η πολεμική περίοδος ξεκινά το 1912, κορυφώνεται με τη Συνθήκη των Σεβρών και τελειώνει με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι μία από τις δραματικότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας: είναι η περίοδος που εμπεριέχει ταυτόχρονα την παρ’ ολίγο πραγμάτωση της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» και τη Μικρασιατική Καταστροφή με τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κατανόησής του, είναι αναμενόμενο η μνήμη που συνδέεται με αυτόν να μην είναι ενιαία. Δεν μιλάμε εδώ για διχασμένη μνήμη – δεν ενέχει ο πόλεμος αυτός το τραυματικό της αντιθετικής βίωσης όσων συνέβησαν. Η κυρίαρχη μνήμη εύκολα επιβλήθηκε στις μειονοτικές, και ελάχιστα αμφισβητήθηκε. Αυτό για το οποίο μιλάμε είναι οι πολλαπλές και πολυπλευρικές μνήμες – οι διαφορετικές διαδρομές που ακολούθησαν μνημονικά αφηγήματα που απορρέουν από το ίδιο γεγονός και που μπορεί η καθεμιά τους να είναι ξεχωριστή, χρειάζονται όμως όλες για να συνθέσουν την ενιαία εικόνα. Όπως ακριβώς ένα πυροτέχνημα που ανοίγει στον ουρανό.
Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος εμπεριέχει τους βαλκανικούς πολέμους. Το στίγμα αυτών των πολέμων στην εθνική μνήμη είναι η επέκταση των συνόρων – σε αυτήν αναφέρεται η ενθύμησή τους και η σχετικές τελετουργίες. Τα μνημεία, οι εθνικές επέτειοι (τοπικού κυρίως χαρακτήρα), οι αφηγήσεις, αφορούν «απελευθερώσεις πόλεων». Αυτή είναι η μνήμη που έχει κατεξοχήν περάσει στο εθνικό αφήγημα, που είναι μέρος της εθνικής βιογραφίας, και μάλιστα με θετικό πρόσημο. Οι βαλκανικοί πόλεμοι είναι ίσως η τελευταία περίοδος της ελληνικής ιστορίας η μυθοποίηση της οποίας είναι αποδεκτή χωρίς διχαστικές αντιρρήσεις και αναθεωρητισμούς. Αποτελεί ως εκ τούτου μέρος της σχολικής ιστοριογραφίας, δίνοντας την ευκαιρία, κατά περιόδους, να εξαρθούν τα οφέλη της εθνικής ομοψυχίας ή να αποτυπωθούν οι αντανακλάσεις πολιτικών επιλογών που αφορούν τους Βαλκάνιους γείτονες.
Στη μνήμη του ίδιου πολέμου εντάσσεται και ο Εθνικός Διχασμός. Εδώ τα πράγματα τείνουν να παραμένουν περισσότερο σιωπηλά και η ιστορία του διχασμού να διαβάζεται μέσα από τον φακό των βενιζελικών. Η μνήμη αυτή εντάσσεται περισσότερο σε μια μνήμη αντιθετική με την προηγούμενη, που φλερτάρει οριακά με ουσιοκρατικές θεωρίες για τον «χαρακτήρα της φυλής», που είναι ικανή για τα μεγαλύτερα επιτεύγματα όταν είναι ενωμένη, αλλά κατατρύχεται από την τάση να αναπτύσσει διχόνοιες και διχασμούς. Όταν η μνήμη αυτής της περιόδου εμφανίζεται με θετικό πρόσημο στην ιστορική κουλτούρα, αφορά κυρίως μνήμες του βενιζελισμού, που σχετίζονται με προσπάθειες εκδημοκρατισμού του κράτους αλλά και με την προσπάθεια υλοποίησης του ονείρου της Μεγάλης Ελλάδας.
Η μνήμη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου καθαυτόν είναι μάλλον καχεκτική στην εθνική συνείδηση. Στην ιστορική κουλτούρα αποτυπώνεται κυρίως μέσω των στρατιωτικών νεκροταφείων και των σχετικών μνημείων, τα οποία ωστόσο, όπως είδαμε, σπάνια αφορούν αποκλειστικά τον συγκεκριμένο πόλεμο και επιπλέον δεν αντανακλώνται ως μνήμες σε τελετουργίες και επετείους παρά μόνο για ομάδες συγκεκριμένου ενδιαφέροντος. Η μοναδική μνήμη που ακουμπά στον πόλεμο αυτό και είναι ισχυρή είναι αυτή της Συνθήκης των Σεβρών που έφερνε το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας στα όρια του εφικτού, αλλά και αυτή μοιάζει να αποσπάται από το πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου καθαυτόν και να εντάσσεται στο αφήγημα ως πρώτη πράξη του δράματος που θα ακολουθούσε.
Η κύρια μνήμη που σχετίζεται με τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο για την Ελλάδα, αυτήν στην οποία συμπυκνώθηκε το τραύμα του πολέμου, είναι αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τη μνήμη αυτή την είχαν διαχειριστεί, πολύ πριν εθνικοποιηθεί και αποτελέσει μέρος του εθνικού αφηγήματος, οι προσφυγικοί σύλλογοι. Είναι ακριβώς η μνήμη στην οποία συναντάται το εθνικό τραύμα της ματαίωσης της «Μεγάλης Ιδέας» με το τραυματικό της βιωμένης εμπειρίας των προσφύγων. Και ως τέτοια, αποτελεί ακόμη πεδίο διεκδίκησης ανάμεσα στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση, που την εντάσσει ως τόπο μνήμης της εθνικής βιογραφίας, και στους συλλόγους, που τη διεκδικούν ως κομμάτι του βιωμένου τους παρελθόντος, με μια περισσότερο ηθική προσέγγισης απόδοσης δικαιοσύνης στο παρελθόν. Και αυτή η μνήμη διεκδικεί την καθιέρωσή της στον δημόσιο χώρο: στην εκπαίδευση, στην πολιτική με τη συζήτηση για τις γενοκτονίες, στις εθνικές τελετουργίες, με αναγνώριση Ημέρας Μνήμης Μικρασιατικής Καταστροφής. Ίσως μάλιστα αυτή η τελευταία να αποτελεί το ισοδύναμο της Ημέρας Μνήμης του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου που γιορτάζεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες – αφού για το ελληνικό κράτος, τόσο πρακτικά όσο και συμβολικά, ο πόλεμος τελείωσε το 1922.
Η συνάντηση ηθικού και πολιτικού και οι διαφορετικές διαδρομές της εθνικής μνήμης που αποτυπώνονται στη νοηματοδότηση της «Μικρασιατικής Καταστροφής» είναι θέμα πολύ ευρύτερο από τον τρόπο που αποτυπώθηκε ο Παγκόσμιος Πόλεμος στην εθνική συνείδηση. Είναι ίσως αρκετό όμως να πούμε ότι στο πυροτέχνημα της μνήμης του, η μνήμη της απώλειας των ανατολικών παραλίων του Αιγαίου και της Θράκης είναι η ουρά που σβήνει τελευταία από τον ουρανό – δεν υπάρχει χωρίς τις υπόλοιπες, αλλά είναι αυτή που αφήνει την τελευταία εντύπωση από το πυροτέχνημα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο chronosmag.eu