Στο σημείωμά μας, την περασμένη εβδομάδα, αναφερθήκαμε στην πρόοδο της οικονομίας της Κύπρου, η οποία κατάφερε, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, να βρεθεί σε τροχιά εξόδου από το μνημόνιο -σε αντίθεση με εμάς που οδεύουμε με φόρα για το τρίτο από την «πρώτη φορά αριστερά». Η Μεγαλόνησος, όμως, βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων και για έναν άλλο πολύ σημαντικό λόγο. Την εβδομάδα που μας πέρασε, ξεκίνησαν και πάλι, έπειτα από οκτάμηνη διακοπή λόγω της προκλητικής παρουσίας του «Μπαρμπαρός», οι συνομιλίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Η αναπάντεχη επικράτηση του μετριοπαθούς πολιτικού Μουσταφά Ακιντζί στις «ψευδο-εκλογές», στις 26 Απριλίου, στα κατεχόμενα επί του σκληρού Ντερβίς Έρογλου, έχει δημιουργήσει μια σχετική ευφορία για την πορεία των συνομιλιών. Οι πρώτες δηλώσεις που έκανε ο Ακιντζί, μετά την εκλογή του, και οι οποίες έμμεσα αμφισβήτησαν το ρόλο της Τουρκίας ως «μητέρας-πατρίδας» εξόργισαν σφόδρα τον Ερντογάν. Έτσι, ο κατεχόμενος από νεο-οθωμανικά οράματα πρόεδρος της γείτονος απάντησε αστραπιαίως ότι ήταν η Άγκυρα που «έσωσε» τους Τουρκοκύπριους –χαρακτήρισε τη «βόρεια Κύπρο» «βρέφος» της Τουρκίας- και ότι αυτοί χρειάζονται ακόμη την οικονομική βοήθειά της για να επιβιώσουν. Κάτι που, βεβαίως, αληθεύει, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι στα κατεχόμενα πληρώνονται πάντοτε με εμβάσματα που στέλνει η Τουρκία προς την «ψευδοκυβέρνηση». Μετά από αυτές τις δηλώσεις και τη συνάντηση που είχαν στην Άγκυρα, ο Ακιντζί έδειξε να συμμορφώνεται αρκετά προς τις υποδείξεις, ενώ όρισε και ως επίσημο συνομιλητή στις διακοινοτικές συνομιλίες έναν παλιό συνεργάτη του Ντενκτάς.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, η διαδικασία για την εξεύρεση μιας δίκαιης και μόνιμης λύσης, βασισμένης στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, και στις αρχές του δικαίου και της ισοπολιτείας, έχει πλέον πάλι ανοίξει. Και αυτή τη φορά μαζί της ετέθη με σαφή τρόπο η ανάγκη υπέρβασης του παρωχημένου σχήματος των εγγυητριών δυνάμεων και των «μητέρων-πατρίδων». Και επ’ αυτού είχε απόλυτα δίκαιο ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος που το διατύπωσε απερίφραστα κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Βέβαια, τόσο ο τουρκοκύπριος ηγέτης όσο και η Άγκυρα απέρριψαν αμέσως ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η απόφαση αυτή, που ελήφθη σε ένα διαφορετικό διεθνές περιβάλλον, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, επισώρευσε πολλά δεινά στο νησί, του οποίου το έδαφος κατά 37% παραμένει υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού, μετά την εισβολή του 1974. Σήμερα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών των κρατών-μελών είναι απόλυτα εξασφαλισμένη, η εμμονή στο σχήμα αυτό δεν μπορεί παρά να υποκρύπτει δόλιες στοχεύσεις. Και αυτό οφείλουμε να το κάνουμε αντιληπτό στη διεθνή κοινότητα, όπου επικρατεί σύγχυση για το ποιος πραγματικά θέλει λύση και τι λύση.
Όπως μας δίδαξε, πάντως, η εμπειρία και η, όχι μακρινή, περιπέτεια με το «σχέδιο Ανάν», στο κυπριακό πρέπει να κρατάμε «μικρό καλάθι». Η αναμφίβολη γεωπολιτική αξία του νησιού, με την τρισχιλιετή ελληνική ταυτότητα, και τα τεράστια διεθνή συμφέροντα που εμπλέκονται στην περιοχή, δημιουργούν ένα πλέγμα αντικρουόμενων σχεδιασμών. Η ανακάλυψη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και οι διαδρομές μεταφοράς της ενέργειας έχουν μπλέξει ακόμη περισσότερο το κουβάρι, αν και δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες για επωφελείς συμμαχίες και για την επίτευξη μιας οριστικής επίλυσης.
Προϋπόθεση, πάντως, οποιασδήποτε συμφωνίας είναι αυτή να μην υπονομεύει την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αλλοιώνει τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος, νοθεύοντας τη θέληση της πλειοψηφίας, επιτρέποντας στη μειοψηφία να επιβάλλει τις απαιτήσεις της. Γιατί κάθε τέτοιο σχήμα θα είναι θνησιγενές, με απρόβλεπτες τις συνέπειες της αποτυχίας του. Και πάνω από όλα, όποια συμφωνία πρέπει να εμπεριέχει τον όρο της αποχώρησης του κατοχικού στρατού της Τουρκίας από το νησί. Είναι έτοιμη η Άγκυρα για ένα τέτοιο βήμα; Μάλλον αμφίβολο, όπως κατέδειξε η συμπεριφορά της με το «Μπαρμπαρός» που σουλάτσαρε επί μήνες έξω από τις ακτές της Κύπρου, αλλά και η δήλωση του Τούρκου ΥπΕξ Τσαβούσογλου, μετά την τριμερή συνάντηση Ελλάδας, Αιγύπτου και Κύπρου στη Λευκωσία για το θέμα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, ότι χωρίς την Τουρκία «δεν μπορεί να ισχύσει καμία διπλωματική πρωτοβουλία στη Ν.Α. Μεσόγειο».
Η Λευκωσία, έως τώρα, φαίνεται ότι αξιοποιεί επιδέξια και πολυδιάστατα το νέο τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Εκτός από τις επισκέψεις του προέδρου Αναστασιάδη στη Μόσχα, η Κύπρος διεξήγαγε πρόσφατα κοινές ασκήσεις Έρευνας και Διάσωσης με τη συμμετοχή αεροναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, αλλά και κοινή άσκηση με δυνάμεις του Ισραήλ. Ας σημειωθεί ότι ισραηλινά μαχητικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Ήταν σίγουρα κι αυτό ένα σοβαρό μήνυμα, με αποδέκτη την Άγκυρα, που ίσως την κάνουν να αναθεωρήσει λίγο τα νέο-οθωμανικά νταηλίκια της στην Κύπρο.
Το Άρθρο του Μ. Χαρακόπουλου δημοσιεύθηκε και στην «Ελευθερία» της Κυριακής 17.05.15