ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Μοίρα…ζεται
Στο ξέφωτο της μοίρας
βγήκε ν’ αναπνεύσει από τη νύχτα του,
από τον κόσμο της εικόνας του.
Θνητή ήταν,
δεν ήθελε πικρή να του πεθάνει.
Βγήκε στο ξέφωτο
του πρωινού του όρθρου, να δανειστεί·
προκαταβολή των μελλούμενων,
των μελωμένων που ήλπιζε.
Ασφυκτιούσε,
στην μοίρα που τον διαφέντευε,
ασφυκτιούσε,
από το παρατεταμένο άγγιγμα
μιας έμμονης ιδέας για αυτοδιάθεση.
Μύριζε ελευθερία,
μα σαν να είχε ξεθυμανει.
Ξελιγωμένη μυρωδιά
έφθανε στα ρουθούνια του.
Στο ξέφωτο της μοίρας
δάγκωνε τον αέρα
με τη λύσσα που του απέμενε.