Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι απλές, πολύ απλές. Τόσο απλές που δεν μπαίνουμε πια στον κόπο. Τόσο απλές που θεωρούμε αυτονόητο πως όλοι μπορούμε να έχουμε, πως είναι το μόνο εύκολο για τον καθένα. Και έτσι κάπου χάθηκε η ειλικρίνεια, χάθηκε η συμπάθεια- πόσω μάλλον η αγάπη για τον διπλανό-, χάσαμε και τον εαυτό μας.
Σε προηγούμενο κείμενο έχω αναφέρει πως η Ελλάδα είναι πράγματι «η χώρα των πολλών ταυτόχρονων μονολόγων». Να προσθέσω, καθόλου αδίκως. Γιατί δεν μας νοιάζει να πειστούμε· μας νοιάζει να πείσουμε. Δεν μας νοιάζει να μας πουν· μας νοιάζει να πούμε.
«Εγώ», «εγώ», «εγώ». Αν προσπαθήσει κανείς να κρατήσει λογαριασμό για το πόσο συχνά ακούει αυτή την λέξη, θα τον χάσει γρήγορα και ισοπεδωτικά.
Και επιστρέφω στον Κάμινγκς: Πολύ συχνά, όταν κάποιος διαβάζει τους μεγάλους λογοτέχνες και ποιητές, ξεχνάει πως πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους, να, σαν και εμάς. «Τι ήθελε να πει ο ποιητής;»
Ίσως και τίποτα. Ίσως απλώς έγραφε κάτι για να περάσει τον χρόνο του, κάτι για να ακουστεί όμορφα.
Ίσως από την άλλη ήθελε να πει πως καμιά φορά, πότε πότε, αντί να προσπαθούμε να επηρεάσουμε εκατό με την ισχυρογνωμοσύνη (ενίοτε και την αλαζονεία και τον εγωισμό μας) είναι καλύτερο να ακούσουμε έναν και να κερδίσουμε και οι δύο.
Ίσως με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία μας να αποκτούσε στόχο, να πηγαίναμε κάπου συνολικά και οργανωμένα, σε μεγαλύτερο πλαίσιο από την εξυγίανση μιας (κατά τους λόγους πολλών) «οικονομικής κρίσης». Ίσως η κοινωνία μας να γινόταν ένα (αν όχι καλύτερο) πιο βιώσιμο μέρος και εμείς οι ίδιοι πιο γεμάτοι.
Μερικά συμπεράσματα:
-Καμιά φορά, με το να δίνεις συνεχώς, ξεχνάς πόσο σημαντικό είναι να παίρνεις.
-Το να δίνεις είναι μια δική σου συνεχής προβολή στον έξω κόσμο και δεν αλλάζεις ή/ και βελτιώνεσαι από την πράξη αυτή.
-Η πραγματική επικοινωνία θα μας έκανε τόσο λιγότερο μόνους.
Για περισσότερα άρθρα της Κωνσταντίνας Κωνσταντίνου πατήστε εδώ!