Σκέψεις, από τον Μάνο Μαυρομουστακάκη:
Κάθε τρεις και λίγο επέστρεφε στην άδεια του τσέπη.
Τα χρήματα δεν είχαν γυρίσει ακόμα.
Όταν φυσάει, τα πεσμένα φύλλα βρίσκουν απάγγειο σε μέρη υπήνεμα. Αποφεύγουν να δίνουν λαβές στον εκνευρισμένο αέρα.
Οι άνθρωποι για τίποτα δεν είναι βέβαιοι πέρα από την ανατολή και τη δύση του ήλιου τους. Ακόμη και για τη βεβαιότητα του θανάτου κρατούν αποστάσεις (ζωής).
Αυτός είναι ο λόγος που οι ευχές «καλημέρα», «καληνύχτα» είναι συντριπτικά περισσότερες όλων των υπολοίπων.
Ήπιαν, έφαγαν, χόρτασαν, ξαναήπιαν, ξαναέφαγαν, ξαναχόρτασαν, ξανά και ξανά, ώσπου βαρέθηκαν, και είπαν να διαλαλήσουν τη συμπόνια τους για εκείνους που διψούσαν, πεινούσαν, υπέφεραν.
Μπήκε στη θάλασσα σε ώρα καταιγίδας. Τον είδε ο θυμωμένος ουρανός και τον κατακεραύνωσε, που τον έπιασε πάλι αδιάβαστο στο μάθημα της …Φυσικής.
Ραντεβού είχαμε δώσει στο μαιευτήριο, την μέρα που γεννηθήκαμε, εγώ με άλλους, πολλούς. Έκτοτε δεν νομίζω ότι ξαναβρεθήκαμε.
Έφτιαχνε ωραία παξιμαδάκια. Η άλλη της παρέας ωραίο ελληνικό καφέ. Αν ερχόταν τώρα καμιά «επίσκεψη» με κονιάκ ανά χείρας, μάλλον θα έτρωγε πόδι.
«Γράφεις απίστευτα» είπε κάποια, και μάλλον θα εννοούσε «ψέματα».