Σκέψεις, από τον Μάνο Μαυρομουστακάκη:
Περνούν οι ώρες μπροστά μου, και πάει καιρός που έπαψαν να με ρωτούν. Μόνο περνούν!
«Μαρίνα γιατί με άφησες;» έγραφε στο σουγιαδιασμένο ξύλο κάποιος που ήθελε να αποτυπώσει την πληγή του στο αθώο παγκάκι.
Μάλλον είναι ο ίδιος που είχε γράψει «Μαρίνα σ’αγαπό» σε προηγούμενο οίστρο του. Υποπτεύομαι γιατί τον άφησε.
Τρία πουλάκια κάθονται και …τουφεκάν με κουτσουλιές το καινούργιο μου σακάκι.
Δεν ξέρω τι λέτε σεις, αλλά αλίμονο, ποιος άνθρωπος τα ξέρει όλα.
Συνωστισμός στο κομπολόι. Η μια μπίλια κουτούλαγε την άλλη. Και φώναζαν κιόλας.
Όταν τον ρώτησαν πως αντέχει κάθε μέρα τη γκρίνια της γυναίκας του, απάντησε ότι και ο καφές του τον ταράζει κάθε πρωί, αλλά τον πίνει.
Πετούσαν τα πουλιά ψηλά, αλλά πάντα υπήρχε ψηλότερα. Αυτή η προοπτική δεν τα άφηνε σε ησυχία (φυσική προσομοίωση των ανθρώπινων επιθυμιών-προσδοκιών).
«Αξία» είναι το αυθαίρετο που επιζητεί νομιμοποίηση.