γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
«Αυτοί που εγκαταλείπουν την πραγματική ελευθερία
για να αποκτήσουν προσωρινή ασφάλεια
δεν αξίζουν ούτε ελευθερία, ούτε ασφάλεια»
Benjamin Franklin
Οι διμερείς σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία αποτελούν διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα πεδία εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, από τη συγκρότηση ακόμη του σύγχρονου ελληνικού κράτους (δεκαετία 1820) έως και σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, θα περίμενε κανείς να χρησιμεύουν ως πολύτιμη πηγή εμπειριών και διδαγμάτων για τη μετέπειτα πορεία της χώρας, αλλά όπως συχνά φαίνεται η ιστορική εμπειρία δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς από την πολιτική ηγεσία, η οποία προτιμά να αφήνει τα προβλήματα να εκκρεμούν και τις κατά καιρούς προκλήσεις αναπάντητες, θεωρώντας ότι η διατύπωση ακραίων θέσεων από -υψηλόβαθμους συνήθως- Τούρκους αξιωματούχους απευθύνεται κατά κανόνα στην τουρκική κοινή γνώμη και «δεν θα πρέπει να επηρεάζει» τις διμερείς σχέσεις. Με δεδομένο ότι η πολιτική αυτή δεν έχει καταφέρει έως σήμερα να διασφαλίσει την ασφάλεια της χώρας (και προφανώς ούτε η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ), θα ήταν δόκιμο να επανεξετάσουμε την ελληνική στάση στις διμερείς διαφορές με την Τουρκία, αναζητώντας το πως προέκυψαν και το πως θα μπορούσαν να επιλυθούν.
Ποια είναι τα διμερή αυτά προβλήματα;
Επιχειρώντας να ορίσουμε τις διμερείς διαφορές και το πως ακριβώς προέκυψαν, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι προέκυψαν σταδιακά σε βάθος τριών περίπου δεκαετιών, από το 1973 -όταν τέθηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας- μέχρι το 1996 -οπότε και τέθηκε το τελευταίο εξ αυτών, οι ονομαζόμενες «γκρίζες ζώνες». Στην πλειονότητά τους, οι διαφορές αυτές έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα μονομερών τοποθετήσεων ή κινήσεων της Τουρκίας που αμφισβητούν το υφιστάμενο καθεστώς (status quo) στο Αιγαίο. Κατά περιπτώσεις, έχει γίνει λόγος για μια φόρμουλα «πέντε συν δυο», η οποία περιλαμβάνει τα εξής: α) οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (η μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα), β) εύρος ελληνικών χωρικών υδάτων, γ) εύρος εθνικού εναερίου χώρου, δ) όρια και αρμοδιότητες του FIR Αθηνών, και ε) αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Στην «αρχική» αυτή λίστα που διαμορφώθηκε μέχρι την εισβολή στην Κύπρο (Ιούλιος 1974), προστέθηκαν έκτοτε στ) ο επιχειρησιακός έλεγχος του Αιγαίου, ως απότοκο του «κενού» που δημιούργησε η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και ζ) η ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, η οποία συνίσταται στην όψιμη αμφισβήτηση του καθεστώτος κυριαρχίας ορισμένων νησίδων και βραχονησίδων που τέθηκε από την Τουρκία μόλις το 1996. Προβαίνοντας σε μια πρόχειρη ιεράρχηση των ζητημάτων αυτών, πριν προχωρήσουμε στην προέλευσή τους και την παράθεση της επιχειρηματολογίας των μερών, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι τα πρώτα πέντε εξ αυτών αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο πάνω και γύρω από αυτή, το έκτο αφορά καίριας σημασίας εθνικές αρμοδιότητες, ενώ το έβδομο αφορά την αμφισβήτηση τμημάτων της ελληνικής επικράτειας.
Από την ανωτέρω αναφορά και μόνο μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη βαρύτητα της τουρκικής αμφισβήτησης, ενώ έντονη είναι και η αίσθηση της κλιμακούμενης επιθετικότητας με το πέρασμα του χρόνου, τάση που αποσκοπεί στην «τρομοκράτηση» της Ελλάδας, ώστε να συναινέσει σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης, η οποία θα επιφέρει άμεσα θεσμικά ή πρακτικά οφέλη για την Τουρκία. Μια μερική αποκλιμάκωση στο βεβαρημένο κλίμα που είχε διαμορφωθεί σε βάθος δεκαετιών επιχειρήθηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999), όπου η Ελλάδα ήρε το μέχρι πρότινος βέτο της στο να αναγνωριστεί η Τουρκία επίσημα ως υποψήφια προς ένταξη χώρα στην ΕΕ, με αντάλλαγμα την πλήρη ένταξη της Κύπρου το 2004 με ή χωρίς λύση στο πολιτικό της πρόβλημα. Παράλληλα, Ελλάδα και Τουρκία κλήθηκαν να ορίσουν τις διμερείς διαφορές τους μέσα σε διάστημα ενός έτους, ώστε να διευθετηθούν με απευθείας διαπραγματεύσεις ή να παραπεμφθούν προς εκδίκαση το αμέσως επόμενο διάστημα, αλλά καμία πλευρά δεν ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία και η κατάσταση παρέμεινε ως είχε.
Νέα ή παλιά προβλήματα; Ποιά είναι η προέλευση τους;
Από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) και μέχρι το 1973 ο χώρος του Αιγαίου δυτικά της τουρκικής αιγιαλίτιδας ελεγχόταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ελλάδα χωρίς καμία έξωθεν διαμαρτυρία. Κατά τη διάρκεια αυτού του μισού αιώνα, η Τουρκία ουδέποτε αμφισβήτησε το νομικό καθεστώς του Αιγαίου, παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πέρασαν αναμφίβολα πολλές κρίσεις και εξάρσεις, με χαρακτηριστικότερες αυτές του ’55 (με αφορμή τα Σεπτεμβριανά) και του ’63-’64 (με αφορμή την Κύπρο και τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων που σύμφωνα με τη Λωζάννη είχαν το δικαίωμα να μένουν στην Τουρκία).
Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε σημαντικά το 1973, όταν ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου έξω από τη Θάσο, στον Κόλπο της Καβάλας. Οι ιθύνοντες της ελληνικής στρατιωτικής κυβέρνησης ανακοίνωσαν τότε για λόγους εσωτερικής προβολής ότι τα κοιτάσματα ήταν μεγάλης εμπορικής αξίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι δηλώσεις τους στη γείτονα, ή και διεθνώς. Ως αποτέλεσμα της σχετικής δραστηριότητας, από τα τέλη του 1973 η Τουρκία άρχισε να θέτει σταδιακά επί τάπητος μια σειρά από διαδοχικές διεκδικήσεις επί του θαλάσσιου και εναερίου χώρου του Αιγαίου, οι οποίες αποτελούνται τόσο από νέα ζητήματα -τα οποία προκύπτουν από την καθιέρωση νέων διεθνών συνθηκών, όπως στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας- όσο και από την όψιμη αμφισβήτηση παλαιότερων καθεστώτων που είχαν διαμορφωθεί επίσημα ή εθιμικά και ίσχυαν αδιατάρακτα επί δεκαετίες (αιγιαλίτιδα, εναέριος χώρος, FIR).
Αντιλαμβανόμενος τη διεθνή αδυναμία της Ελλάδας, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Bülent Ecevit επιχείρησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του στρατού κατευθύνοντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σε εθνικά θέματα, προκειμένου να το απομακρύνει από τα εντεινόμενα εσωτερικά προβλήματα (πολιτική αποσταθεροποίηση, οικονομική στασιμότητα, πληθωρισμός κ.ά.). Πρώτα θύματα αυτής της νέας στρατηγικής αντίληψης ήταν η Ελλάδα και η Κύπρος, καθώς η τουρκική κυβέρνηση εγκατέλειψε την προηγούμενη πολιτική σεβασμού των διακηρύξεων για ενιαίο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, υποστηρίζοντας ότι η καλύτερη λύση για το Κυπριακό ήταν πλέον η ομοσπονδία, ενώ παράλληλα επεδίωξε την αναβάθμιση του περιφερειακού και διεθνούς ρόλου της Τουρκίας.[1]
Επικαλούμενη κλασικά εθνικιστικά επιχειρήματα, η Άγκυρα υποστήριξε -και σε μεγάλο βαθμό ακόμα υποστηρίζει- ότι υπήρξε «θύμα των περιστάσεων» και των μηχανοραφιών των εκάστοτε Δυνάμεων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή διαμόρφωση ενός καθεστώτος «θεσμικής υπεροχής» της Ελλάδας στο χώρο του Αιγαίου. Κατά την τουρκική ερμηνεία, η «υπεροχή» αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νησιών του Αιγαίου -και κατ’ επέκταση ο θαλάσσιος χώρος γύρω από αυτά- μεταβιβάστηκε με διεθνείς συνθήκες στην Ελλάδα, ως εκ τούτου οι γεωγραφικές και πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν τότε δεν παρείχαν ικανοποιητικές ευκαιρίες στην Τουρκία να διεκδικήσει σοβαρά περισσότερες διεθνείς αρμοδιότητες στον θαλάσσιο αυτό χώρο.
Η επικινδυνότητα του τουρκικού αναθεωρητισμού
Επιχειρώντας να αποκαταστήσει αυτή την «ιστορική αδικία», η Άγκυρα υιοθέτησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μια αρκετά πιο επιθετική πολιτική αναφορικά με την Κύπρο και το Αιγαίο, επιχειρώντας να αμφισβητήσει αυτά τα εθιμικά ή διεθνώς αναγνωρισμένα καθεστώτα και να διευρεύνει το ρόλο και την κυριαρχία της. Η συνεχής διεύρυνση των διεκδικήσεων αυτών έχει εξελιχθεί έκτοτε σε σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία αναγκάζεται να δαπανά πολύτιμο διπλωματικό και οικονομικό κεφάλαιο για να υπερασπίζεται τη νομιμότητα και τη διατήρηση των διεθνώς αναγνωρισμένων αρμοδιοτήτων της χώρας. Παρότι η σκοπιμότητα και σημασία της επιλογής αυτής είναι προφανής, η συνεχιζόμενη αυτή κατάσταση δεν επιτρέπει τον εφησυχασμό, καθώς τουρκικά επιχειρήματα που συνδέουν ζητήματα όπως η αποστρατικοποίηση με την απόδοση νησιών στην Ελλάδα εγκυμονούν μια σοβαρή, ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε αυτά.
Επιχειρώντας να προσφέρει λύση σε ορισμένα από τα «προβλήματα» αυτά, η ελληνική πλευρά έχει υποστηρίξει σε αρκετές περιπτώσεις ότι η άσκηση του νόμιμου δικαιώματός της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 10 ναυτικά μίλια θα μπορούσε να λύσει οριστικά το «πρόβλημα της ασυμμετρίας» που η Τουρκία θεωρεί ότι υπάρχει μεταξύ του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου (10 ν.μ.) και των χωρικών υδάτων (6 ν.μ.). Η τουρκική πλευρά ωστόσο αντιδρά έντονα σε κάθε τέτοια προοπτική, υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα γινόταν αντιληπτή ως πράξη πολέμου (το περιβόητο casus belli). Σε μια απόπειρα να αποτρέψει κάθε τέτοια πρωτοβουλία, ενώ η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε το 1996 τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να αντιδράσουν αυτομάτως εάν και όποτε αυτό συμβεί.
Η τουρκική πολιτική προβληματίζει σοβαρά για τον απώτερο σκοπό της, αν και είναι αρκετά προφανές ότι σε πρώτο επίπεδο επιδίωξη της Τουρκίας είναι να περιορίσει την αποτελεσματική άσκηση κυριαρχίας της Ελλάδας στο ανατολικό Αιγαίο, τα νησιά του οποίου ισχυρίζεται ότι είναι και οφείλουν να παραμείνουν αποστρατικοποιημένα. Το ζήτημα αυτό έχει λόγω της φύσης του ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς σχετίζεται άμεσα με την ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα της χώρας, κατά συνέπεια πολύ δύσκολα θα μπορούσε η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση να συζητήσει ανοιχτά για αυτό. Η στάση της Άγκυρας ως προς αυτό ενέχει μια προφανή πολιτική και στρατιωτική σκοπιμότητα, καθώς επιχειρεί να ζημιώσει την διεθνή εικόνα της Ελλάδας και να την αποστερήσει από έξωθεν υποστήριξη, καθώς την παρουσιάζει να μην σέβεται και τηρεί διεθνείς συνθήκες.[2]
Με τον τρόπο αυτό η Άγκυρα επιδιώκει να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» ή «ουδέτερη ζώνη» (buffer zone) μεταξύ της επικράτειας της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, αποσκοπώντας όχι μόνο στο να περιορίσει την ικανότητα της Ελλάδας να αντεπιτεθεί σε περίπτωση θερμής σύγκρουσης, αλλά με εμφανή πρόθεση να καταστήσει τα νησιά αυτά ευκολότερο στόχο, τα οποία θα μπορούσε να καταλάβει με σχετικά μικρό κόστος, εάν αυτά διαθέτουν μόνο ασθενείς και μη επαρκώς οχυρωμένες δυνάμεις. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά οι προθέσεις της Τουρκίας έχουν εκδηλωθεί επανειλημμένα τις τελευταίες δεκαετίες (με κορυφαίο παράδειγμα την εισβολή και κατοχή του 38% της Κύπρου), καθιστώντας τον εφησυχασμό μια πολυτέλεια.
Το δικαίωμα νόμιμης άμυνας
Τα σχέδια αυτά δεν είναι νέα, αλλά εν πολλοίς γνωστά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν η όξυνση των διμερών σχέσεων -με αφορμή την κυπριακή κρίση του 1964 και τις απελάσεις χιλιάδων Ελλήνων υπηκόων από την Κωνσταντινούπολη- συνοδεύτηκε από τη δημοσίευση στοιχείων με βάση τα οποία το καλοκαίρι του 1956 η Άγκυρα σχεδίαζε την αιφνίδια κατάληψη νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ιδίως της Χίου, προκειμένου να εκβιάσει λύση στο Κυπριακό.[3] Η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών ώθησε την Ελλάδα να επανεξετάσει την εφαρμογή κάποιων από τις συμβατικές της δεσμεύσεις, με αποτέλεσμα να προβεί στη μερική στρατικοποίηση μερικών από τα νησιά αυτά, επικαλούμενη το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, το οποίο υφίσταται σε περίπτωση απειλής που στρέφεται κατά των νησιών ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειας της. Το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας παρέχεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπου αναφέρεται ότι «Ουδέν εκ των διαλαμβανόμενων εν τω παρόντι Χάρτη θα παρεμποδίζει το φυσικόν δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής αμύνης». Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών έχει χαρακτήρα jus cogens, αποτελεί δηλαδή αναγκαστικό δίκαιο με αυξημένη νομική ισχύ που δεν επιτρέπει την ύπαρξη κανόνων με περιεχόμενο αντίθετο από το δικό του, είτε αυτοί είναι προγενέστεροι είτε μεταγενέστεροι από αυτόν.[4]
Ως εκ τούτου, η πρωτοβουλία της Ελλάδας να λάβει τα στρατιωτικά μέτρα που είναι απαραίτητα για την επαρκή άμυνα της όχι μόνο δεν αποτελεί παραβίαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, αλλά αντιθέτως αποτελεί διεθνή της υποχρέωση -και όχι δυνατότητα- που υπερέχει των συμβατικών δεσμεύσεών της και των περιοριστικών μέτρων που μπορεί να εμπεριέχουν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Το άρθρο αυτό όμως έχει μια ιδιαίτερη σημασία και για το φάσμα των δραστηριοτήτων που καλύπτει, καθώς δίνει στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να εξασφαλίζει επαρκώς την άμυνά του λαμβάνοντας μέτρα ανάλογα της απειλής που αντιμετωπίζει.[5] Γίνεται ως εκ τούτου εμφανές ότι το ουσιαστικότερο επιχείρημα υπέρ της μερικής στρατικοποίησης των νησιών το προσφέρει η ίδια η Τουρκία, η οποία έχει προχωρήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων και υλικού σε σημεία της μικρασιατικής ακτής απέναντι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Περισσότερο ανησυχητική -και ίσως ενδεικτική των τουρκικών προθέσεων- είναι η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς τον Απρίλιο του 1975, με έδρα τη Σμύρνη, καθώς σε αυτήν υπάγονται δύο ταξιαρχίες πυροβολικού και ισάριθμες πεζικού, σχεδόν το σύνολο των ειδικών δυνάμεων του τουρκικού στρατού, αλλά και ο δεύτερος μεγαλύτερος (μετά τον αμερικανικό) αποβατικός στόλος μεταξύ των χωρών του ΝΑΤΟ. Παρά τις διαβεβαιώσεις τις Άγκυρας ότι η συγκρότηση της «Στρατιάς του Αιγαίου» αποτελεί ένα καθαρά αμυντικό μέτρο που αποβλέπει αποκλειστικά στην άμυνα της Τουρκίας, καθώς έπεται και δεν προηγείται της απόπειρας της Ελλάδας να στρατικοποιήσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου,[6] τόσο η προαναφερόμενη σύνθεση της στρατιάς αυτής, όσο και ο όγκος της (35 χιλιάδες μάχιμο προσωπικό σε καιρό ειρήνης) και η θέση της (στα δυτικά της χώρας, σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχουν άλλοι ορατοί στόχοι), μαρτυρούν το σκοπό της συγκρότησής της.[7] Η στρατιά ενισχύθηκε σημαντικά με νέες στρατιωτικές εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια κοντά στα ελληνικά νησιά, όπως η ναυτική βάση του Aksaz, απέναντι από τη Ρόδο, όπου ελλιμενίζεται σχεδόν ο μισός τουρκικός πολεμικός στόλος, ενώ από τους σεισμούς του 1999 και έπειτα σημαντικό μέρος της ναυτικής δύναμης του Gölcük (που βρισκόταν στον κόλπο της Νικομήδειας/İzmit) μεταφέρθηκε στη Σμύρνη, το στρατιωτικό αεροδρόμιο της οποίας (Çiğli) επίσης αναβαθμίστηκε με δαπάνες του ΝΑΤΟ, ενώ τέθηκε υπό εθνική τουρκική διοίκηση -και όχι μεικτή συμμαχική.
Έναντι της εντεινόμενης αυτής συγκέντρωσης δυνάμεων, η Ελλάδα οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την άμυνα των ελληνικών νησιών. Παρά ταύτα, το ίδιο το άρθρο 51 ορίζει ότι τα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα της απειλής που αντιμετωπίζει το εκάστοτε κράτος, κατά συνέπεια η Ελλάδα δεν μπορεί να στρατικοποιήσει μόνιμα τα νησιά, καθώς το δικαίωμα της άμυνας, άρα και η αναστολή της συμβατικής υποχρέωσης της αποστρατικοποίησης, διαρκούν όσο διαρκεί και το αίτιό τους, δηλαδή η απειλή χρήσης βίας από άλλο κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό και συμπληρωματικά στην ανωτέρω επίκληση, η ελληνική πλευρά επικαλείται ένα δεύτερο επιχείρημα για υποστηρίξει την τακτική της, το οποίο συνίσταται σε ένα αίτημα επανεξέτασης της σκοπιμότητας των συνθηκών. Κατά την επιχειρηματολογία αυτή, οι διατάξεις περί αποστρατικοποίησης θεσπίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τις συνθήκες και ανάγκες εποχών που έχουν πλέον ανατραπεί ριζικά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διεθνείς συνθήκες είναι φύσει συγκυριακοί θεσμοί, που εν προκειμένω (Συνθήκες Λωζάνης και Παρισίων) έχουν επιτελέσει τους στόχους τους, δεν είναι δυνατό να απαιτείται η κατά γράμμα εφαρμογή τους. Στο πλαίσιο αυτό, αρκετοί Έλληνες νομικοί έχουν υποστηρίξει πως η μνεία που γίνεται στις διατάξεις περί αποστρατικοποίησης έχει απωλέσει τη βάση εφαρμογής της, και οι συνθήκες διατηρούν τη σημασία τους μόνο ως προς τον καθορισμό της κυριαρχίας επί των νησιών.
Αυτό δεν πρέπει να παρερμηνεύεται με τρόπο που να υποδηλώνει η Ελλάδα αμφισβητεί την ισχύ των συνθηκών, όπως υποστηρίζει η Άγκυρα, αλλά με το σκεπτικό ότι οι ελλείψεις των κειμένων αυτών, σε συνδυασμό με την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών, δημιουργούν πλέον μια αθέμιτη ανισορροπία κατά της πρώτης, την οποία η τελευταία επικαλείται αθέμιτα για να ενισχύσει τη θέση της. Με άλλα λόγια, η ουσία του σημερινού ζητήματος δεν είναι η ισχύς των συνθηκών (οι οποίες φυσικά και πρέπει να τηρούνται, με βάση την αρχή του Διεθνούς Δικαίου pacta sunt servanda), αλλά η φύση της αποστρατικοποίησης. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η αποστρατικοποίηση των νησιών δεν αποτελεί πια πράξη προστασίας και δεν συνοδεύεται από ρήτρα αμοιβαιότητας, αλλά αποτελεί τρόπον τινά μια ποινή σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, η οποία δημιουργήθηκε υπό συνθήκες που πλέον δεν υπάρχουν. Κατά συνέπεια, θα ήταν δόκιμο η ελληνική πλευρά να επιδιώξει την αναθεώρηση των συνθηκών αυτών (ή τουλάχιστον ως προς αυτή την πτυχή τους), προοπτική που ευνοούν σημαντικά νομικά κείμενα όπως ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και αυτός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.
Πώς θα μπορούσε να βρεθεί κάποια κοινά αποδεκτή λύση;
Με δεδομένη τη διάχυτη δυσπιστία που επικρατεί μεταξύ των δύο μερών, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η εξεύρεση βιώσιμης και αμοιβαίως αποδεκτής λύσης είναι και θα παραμείνει αρκετά δύσκολη όσο εξακολουθεί να υπάρχει τόσο σημαντική απόκλιση στην αντίληψή τους. Και οι δυο πλευρές αναγνωρίζουν την ύπαρξη διαφορών μεταξύ τους, υπάρχει όμως δυσκολία στο να συμφωνήσουν τόσο στο ποιες είναι, όσο και στο πως τελικά αυτές θα επιλυθούν. Η Ελλάδα θεωρεί πως η ουσία της διαφοράς είναι νομικής φύσης και επιδιώκει την προσφυγή σε ένα διεθνές όργανο γενικής αναγνώρισης, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Από την άλλη, η Τουρκία υποστηρίζει ότι οι διμερείς διαφορές είναι κατά βάση πολιτικές, προκρίνοντας τη διευθέτησή τους με διμερείς διαπραγματεύσεις, αν και δεν υπάρχει μέχρι στιγμής ικανοποιητικό έδαφος συνεννόησης ή οποιαδήποτε εχέγγυα τήρησης της συμφωνίας που θα προκύψει.
Ως προς την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, η Άγκυρα υποστηρίζει πως το σύνολο του Αιγαίου αποτελεί «διεθνή στενά» και ως εκ τούτου «παράδειγμα ειδικών περιστάσεων» που πρέπει «να τύχει ανάλογης μεταχείρισης», δηλαδή να εφαρμοστούν επιλεκτικά και όχι καθ’ ολοκληρία οι κανόν