Από πού τεκμαίρεται αυτό; Από δύο γεγονότα: Πρώτον, την απολογητικού χαρακτήρα ομιλία του κ. Τσίπρα και από το ότι για να δικαιολογήσει την ανικανότητά της έπρεπε να εφεύρει εχθρούς. Και αυτό έκανε. Μέσα από το βορειοκορεατικής εμπνεύσεως video που προηγήθηκε της ομιλίας του κ. Τσίπρα, εφεύρε εχθρούς, δημιούργησε δράκο στο παραμύθι που πουλάει στους Έλληνες. Παράλληλα όμως προχώρησε σε μια ενέργεια που αντίκειται στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην ελευθερία του Τύπου και μόνο απολυταρχικά καθεστώτα μπορούν να εμπνευστούν και να υλοποιήσουν. Ο «δράκος» που εφηύρε ο κ. Τσίπρας στο παραμύθι της Αριστεράς, δεν ήταν κάτι γενικό, όπως μέχρι σήμερα έχουν πράξει προηγούμενες κυβερνήσεις που βλέπουν τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια τους, επικαλούμενες «μεγάλα συμφέροντα» ή «διαπλεκόμενα συμφέροντα» ή την «ντόπια και ξένη ολιγαρχία». Ο «δράκος» του παραμυθιού του κ. Τσίπρα δεν ήταν απρόσωπος. Είχε ονοματεπώνυμο. Ήταν το ονοματεπώνυμνο συγκεκριμένων δημοσιογράφων που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση της Αριστεράς. Και αυτή η στοχοποίηση, εκτός του ότι είναι μια πράξη που όζει φασισμό, είναι και επικίνδυνη. Να θυμίσουμε ανάλογη στοχοποίηση που είχαν κάνει παράγοντες του ΠΑΣΟΚ στον Παύλο Μπακογιάννη για δήθεν συνεργασία με τον Κοσκωτά και τα πρωτοσέλιδα μεγάλης εφημερίδας λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του από τη «17 Νοέμβρη»; Δεν θέλω να υπαινιχθώ τίποτα. Απλά λέω ευθέως ότι το να στοχοποιείς ανθρώπους που κάνουν τη δουλειά τους ασκώντας κριτική στην εξουσία, είναι επικίνδυνο.
Μπροστά στην κατάρρευση της κυβέρνησης, που συνδέεται με τον γενικότερο ξεσηκωμό κάθε επαγγελματικής τάξης είναι φυσικό η μία δημοσκόπηση μετά την άλλη να δείχνουν ότι η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ γίνεται κάθε μέρα και ισχυρότερη. Για πρώτη φορά μετά από την εποχή του Κώστα Καραμανλή η ΝΔ κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο του 30%, έστω και σε δημοσκοπήσεις.
Είναι όμως αυτό αρκετό; Μπορεί οι νεοδημοκράτες και ο νέος πρόεδρος του κόμματος να δηλώνουν ευχαριστημένοι;
Σαφώς και υπάρχει ικανοποίηση για την πρωτιά στις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει ότι για να μπορέσει αύριο να κυβερνήσει χρειάζεται πολλά περισσότερα. Χρειάζεται την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη στήριξη της πλειονότητας του ελληνικού λαού και, τουλάχιστον την ανοχή των υπολοίπων.
Γνωρίζει καλά ότι θα παραλάβει μια Ελλάδα που θα βρίσκεται ξανά υπό κατάρρευση κι ελπίζουμε όλοι όταν θα την παραλάβει να εξακολουθεί να βρίσκεται εντός της ζώνης του ευρώ.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι θα παραλάβει μια χώρα της οποίας ο λαός θα έχει κουραστεί, θα έχει εξαντληθεί, από τις μακροχρόνιες –και σε ορισμένες περιπτώσεις άσκοπες- θυσίες.
Γνωρίζουμε, ότι θα παραλάβει μια κοινωνία σε αποσάθρωση και μια οικονομία χωρίς έλεγχο.
Θα μπορέσει να τα συμμαζέψει όλα αυτά;
Για να το πράξει πρέπει να γίνει πρωθυπουργός όχι επειδή οι Έλληνες θέλουν απλώς να φύγει ο κ. Τσίπρας. Θα πρέπει να κατορθώσει να πείσει όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες ότι μπορεί να λύσει τα προβλήματα που δημιούργησε ο κ. Τσίπρας αλλά και ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση, προσφέροντας πραγματική ελπίδα στη νέα γενιά για ένα καλύτερο αύριο. Θα πρέπει επίσης όσους δεν καταφέρει να τους πείσει ότι μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο να τους πείσει ότι η προσπάθεια που θα κάνει αξίζει της ανοχής τους.
Με λίγα λόγια, στόχος του Κυριάκου Μητσοτάκη πρέπει να είναι η αυτοδυναμία και η άτυπη συμφωνία με τις λοιπές πολιτικές δυνάμεις για ένα μορατότιουμ, ώστε να μπορέσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Και οι λόγοι γι’ αυτό είναι ευνόητοι.
Για να επιτύχει τον στόχο του πρέπει να απευθύνει κάλεσμα συσπείρωσης όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Όχι μόνο των δυνάμεων του «ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, γιατί ήταν πολλοί οι νεοδημοκράτες αλλά και άλλοι ψηφοφόροι αστικών κομμάτων που παρασύρθηκαν και ψήφισαν «όχι», αφού το ερώτημα ήταν τόσο θολό. Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να απευθύνει κάλεσμα συσπείρωσης όλων των δυνάμεων που πιστεύουν στην ενωμένη Ευρώπη, είναι αντίθετες στο λαϊκισμό και θέλουν να προσπαθήσουν ώστε να ξανακατακτήσει η Ελλάδα τη θέση που της ανήκει στην Ευρώπη και διεθνώς.
Προσωπικά γνωρίζω πολλούς ψηφοφόρους, αλλά και στελέχη άλλων κομμάτων που είναι πρόθυμοι να ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο κάλεσμα. Από τη στιγμή που η ανταπόκριση αυτή αρχίσει να λαμβάνει δημόσιο χαρακτήρα θα δημιουργηθεί ένα κύμα που δεν έχει τελειωμό.
Κι αυτό δεν αποτελεί ένα δημοσιογραφικό σενάριο ή μια πολιτική επιθυμία. Είναι κάτι που έχει προηγούμενο και προσωπικά το έχω ζήσει. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να το επιτύχει, δεν έχει παρά να ακολουθήσει την τακτική που ακολούθησε (για άλλους λόγους εκείνη την εποχή) ο πατέρας του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Τη συσπείρωση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων που αντιτίθενται στον λαϊκισμό μπορεί να την επιτύχει. Μπορεί όμως να επιτύχει και την ανοχή των λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων. Οι συναντήσεις του με την ηγεσία του ΚΚΕ και με τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων κινήθηκαν προς το σκοπό αυτό.
Το 1989, ο πατέρας του Κυριάκου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επιχειρώντας να επιτύχει τη στήριξη ή την ανοχή ακόμη και προσωπικοτήτων της Αριστεράς, ακολούθησε την τακτική της «Συναγρίδας». Η τακτική αυτή, που ήταν ειλικρινής και γι’ αυτό απέδωσε, πήρε το όνομά της από ένα δείπνο που είχε οργανώσει σε μια ταβέρνα του Παγκρατίου με την ονομασία «Ο Άνθρωπος», ο παλιός ΕΛΑΣίτης και τότε διευθυντής του Γραφείου Τύπου της ΝΔ, ο αείμνηστος Γιάννης Βούλτεψης, και στο οποίο δείπνο το μενού ήταν μια… συναγρίδα. Στη συνάντηση εκτός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη συνδαιτυμόνες ήταν πολλά στελέχη της τότε Αριστεράς. Έγιναν πολλές τέτοιες συναντήσεις που οδήγησαν στο οριστικό λιώσιμο των πάγων μεταξύ ΝΔ και Αριστεράς αλλά κυρίως οδήγησαν στον ουσιαστικό τερματισμό του εμφυλίου, μέσα από τη δημιουργία της κυβέρνησης συνεργασίας του Ιουνίου 1989.
Σήμερα οι πολιτικές δυνάμεις είναι ώριμες να ενισχύσουν μια ανάλογη προσπάθεια για να μπορέσει η Ελλάδα να επανέλθει στο δρόμο της προόδου και της ανάπτυξης, εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Κυρίως όμως πολλά στελέχη, πολλών κομμάτων και προπάντων μεγάλο μέρος της κοινωνίας, είναι έτοιμοι να προστρέξουν και να ενισχύσουν μια προσπάθεια που θα πάει κόντρα στο λαϊκισμό τις τραγικές συνέπειες του οποίου βιώνει το σύνολο, σχεδόν, της ελληνικής κοινωνίας.