γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο σοσιαλισμός της παλιάς φρουράς δεν ωφελεί. Πανευρωπαϊκά ακόμη, έχει ξεχάσει εντελώς τα βασικά θεμέλια οικοδόμησης πραγματικής πολιτικής, χωρίς προτάσεις και χωρίς όραμα για το μέλλον. Σήμερα στέκει με ασαφές ιδεολογικό στίγμα. Ακόμη και η «πατριωτική» του κατεύθυνση, βαδίζει επαμφοτερίζουσα, υπό τις διδαχές του διεθνισμού.
Στα καθ’ ημάς, βέβαια , είναι τόσο μεγάλη η αναγκαιότητα ουσιαστικής αντιπολίτευσης που ακόμη κι αν δεν υπήρχε το ΠΑΣΟΚ, ο πολιτικός κόσμος θα έπρεπε να το εφεύρει. Στην πραγματικότητα , θα πρέπει να επανεφεύρουν τον εγχώριο σοσιαλισμό, καθώς δεν υπάρχει στον πολιτικό ορίζοντα. Να αφουγκραστούν λύσεις δυναμικές που θα υπακούουν σε μεταρρυθμιστικές λογικές, καθώς οι βιώσιμες πραγματιστικές λύσεις δεν φέρουν κανένα πρόσημο.
Η πολιτική , ωστόσο, δεν είναι μια λέσχη συζήτησης και έρχεται η στιγμή να μάθουμε τι ώρα είναι, να δρέψουμε αποτελέσματα. Συνήθως, οι υποψήφιοι πρόεδροι επιλέγονται για τις αρετές τους και για την προσδοκία προσέλκυσης ψηφοφόρων, αλλά εδώ μια φαιδρότητα υπάρχει. Η διαλεκτική επί ιδεών και προτάσεων αντικαταστάθηκε από την παρέλαση των προσώπων, με έναν απίθανο κατακερματισμό επίδοξων «σωτήρων», όπου η αλαζονεία αποτελεί τον χείριστο οδηγό.
Μετέρχονται ποικίλα τεχνάσματα προκειμένου να αδράξουν μια στίλβουσα στιγμή δημοσιότητας που θα τους δώσει μια υποθετική επιρροή. Αναζητούν ηγετικό ρόλο, αλλά για τους περισσότερους το πολιτικό βάρος είναι ανύπαρκτο. Τους καθιστά κατάλληλους ενδεχομένως για μελλοντικούς υπουργούς, αλλά επ ουδενί για ηγέτες κόμματος.
Οι περισσότεροι δεν διαθέτουν κομματικό μηχανισμό στήριξης, ούτε βασίζονται σε θεσμικούς παράγοντες, παρά στην εντυπωσιακή ξύλινη γλώσσα τους. Κανα δυό μάλιστα τους λες και αποτυχημένους πολιτικούς της βιτρίνας. Η αλήθεια είναι πως ο Ανδρουλάκης, παρότι πέτυχε να ανεβάσει τα ποσοστά, δεν έφτασε στο στόχο. Ωστόσο, παρά τις συγκρούσεις στο εσωκομματικό πεδίο, στέκει θεσμικός στο ρόλο του και χειρίζεται την κρίση με πολιτικά ορθά κριτήρια, βγάζοντας τον εαυτό του από το κάδρο της κρίσης. Ο άμεσος αντίπαλος του περισσότερο θυμίζει την περίπτωση του Στέφανου.
Ενός τυχοδιώκτη που είδε την απελπισία στα μάτια του Κωνσταντινόπουλου και της Γιαννακοπούλου, καθώς χαραμίζονται στην αντιπολίτευση, αποφασίζοντας να τους λυτρώσει. Ένας τύπος που μάλλον τυχαία ευδόκησε να γίνει Δήμαρχος, καθώς ο προκάτοχός του είχε καταστεί αναποτελεσματικός αλαζόνας, χωρίς ουσιαστικό πολιτικό παρελθόν, αλλά και χωρίς έργο προς ώρας. Αλλά αυτή η σύγχυση ποσότητας και ποιότητας στα διαπιστευτήρια διεκδίκησης της εξουσίας, οδηγεί σε μια κομματική αυταπάτη. Σε μια φαντασίωση θαυματουργίας πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων.