γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Αναμφίβολα οδηγούμαστε σε μια διαπραγμάτευση που θυμίζει τη διάσκεψη της Γιάλτας. Οι μεγάλοι κατανοούν τις ανάγκες του αντιπάλου για ασφάλεια και πρόοδο και θα μοιράσουν τα ιμάτια της Ουκρανίας, με την Ευρώπη να στέκει αμήχανη και ξεδοντιασμένη, γεωπολιτικά και οικονομικά.
Η υποτιθέμενη σωστή πλευρά της ιστορίας κάλυπτε αριστοτεχνικά την αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε να αποσοβήσει την προφανή γεωπολιτική αποτυχία των φιλελεύθερων, που αδιαφορούν για καθετί εθνικό. Δυσανασχετούν ακόμη και στο άκουσμα για τον ημέτερο εξ ανατολών κίνδυνο. Καταφέραμε να είμαστε στην πλευρά των ηττημένων και των εχθρών, διαρρηγνύοντας δεσμούς αιώνων. Η περίπτωση του ελληνισμού της Μαριούπολης είναι χαρακτηριστική.
Ο ανταποκριτής Alain Barluet της Le Figaro από 4/7/23 περιγράφει γλαφυρά τις νέες συνθήκες που δημιουργούνται. Αντίστοιχα και ο Βιταλί Σεβτσένκο στο BBC (13/3/23). Η πόλη που είχε σβηστεί από το χάρτη, ανοικοδομείται πλέον με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ως μοντέρνα παραθαλάσσια πόλη, με την καθημερινότητα να έχει επανέλθει σε μια κανονικότητα.
Με την ουκρανική σύγκρουση να τελειώνει, οι Ρώσοι επιβάλλουν εθνική ομογενοποίηση στη γλώσσα, στις πινακίδες, στον πολιτισμό. Στα μέσα Μαρτίου ο Πούτιν υπέγραψε διάταγμα που υποχρεώνει τους πολίτες στα νέα ρωσικά εδάφη, να νομιμοποιήσουν την παραμονή τους έως τη 10η Σεπτεμβρίου, είτε λαμβάνοντας τη ρωσική υπηκοότητα, είτε ως αλλοδαποί με νόμιμη απασχόληση, είτε ακόμη με την εγγραφή τους σε ένα ρωσικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου το πρόγραμμα σπουδών είναι μόνο στα ρωσικά.
Η σημαντικότατη ελληνική διασπορά στην περιοχή, μετρούσε περί τις 100 χιλιάδες ψυχές, αλλά μας ενδιέφεραν τα αλλότρια. Εκτοπισμένοι από τον πόλεμο στη Ρωσία ή την Ουκρανία, προκειμένου να ανακτήσουν τα σπίτια, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους, θα πρέπει να αποδεχτούν τη ρωσική υπηκοότητα χωρίς αναφορά σε εθνική καταγωγή. Η απάλειψη μειονοτήτων θα αποτελεί μαζί με το εδαφικό, μια από τις πολλές εγγυήσεις ασφάλειας που η Δύση θα παραχωρήσει στη Ρωσία, καθώς το έδαφος θα καταδείξει το τέλος του πολέμου.
Αντίστοιχες αξιώσεις βέβαια έρχονται και για την Οδησσό. Η ενοχική ελληνική εξωτερική πολιτική σιωπά. Διαγκωνίζονταν ο Κυριάκος με επισκέψεις και αγκαλιές να ξεπεράσει τους φιλελεύθερους ευρωπαίους στην κλίμακα ευθυγράμμισης των μιλιταριστών, αρκούμενος στις φιλοφρονήσεις της Ούρσουλας και του Μισέλ, καθώς μια ευρωπαϊκή αξιοποίηση από το διευθυντήριο ήταν πάντα στα σχέδια.
Τυφλωμένοι από τον οίστρο της σωστής πλευράς, δε λάβαμε καμία μέριμνα προστασίας για το ελληνικό στοιχείο, δημιουργώντας με τραγικό τρόπο μια νέα χαμένη πατρίδα. Γιατί για εμάς ο πόλεμος δεν αφορούσε τόσο την εδαφική κατοχή, όσο την επιβίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κληρονομιάς αιώνων, που εξαιτίας της αφροσύνης μας απωλέσαμε.