γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Για πολλούς, η κοινωνία μετά το δεκαετή κύκλο λαϊκισμού που ταλάνισε τη χώρα, απέκτησε ορθολογικά αντισώματα. Συνηγορούν μάλιστα μια σειρά συνθηκών, μετά τις πολλαπλές αποτυχίες του Αλέξη. Ωστόσο η ευπείθεια των πολιτών δεν είναι δεδομένη. Η απουσία ηγετικών προσώπων στον κεντροαριστερό χώρο οδήγησε στη στελεχιακή «λεηλασία» του.
Πλήθος κεντροαριστερών αξιοποιούνται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, παραγκωνίζοντας ικανά στελέχη του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ. Η εσκεμμένη ώσμωση προσέδωσε χαρακτηριστικά ξένα με το πρότερο παραταξιακό ήθος. Στον ευρύτερο πυρήνα όμως, οι σχετικιστικές αξίες και ο φιλελεύθερος μανατζεραλισμός υπονομεύουν την πολιτική και κοινωνική συνεκτικότητα και τις πατριωτικές αρχές. Στην Ευρώπη, οπουδήποτε επικράτησαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις, οι κοινωνίες κατακερματίστηκαν ενισχύοντας τα άκρα, τις ανισότητες, τη βία.
Ανεξάρτητοι πεφωτισμένοι τεχνοκρατικοί θεσμοί υπερασπίζονται ένα απολιτικό ολιγαρχικό status quo, που επιβάλλει κοινωνικές και οικονομικές αυθαιρεσίες, υπονομεύοντας ενεργά τις παραδοσιακές αξίες και τις ιστορικές αλήθειες. Συνηγορεί μάλιστα η νεοαριστερά, στηρίζοντας συλλογικότητες και όχι συλλογικό καλό. Τροφοδοτείται έτσι ο ευρωσκεπτικισμός, απομακρύνοντας την εργατική και μεσαία τάξη από το πολιτικό σύστημα, ως απέχθεια ενάντια στις ελίτ. Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και Ελλάδα, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις νεοφιλελεύθερης συμπτωματολογίας.
Αντίστοιχες μομφές στην κυβέρνηση Μητσοτάκη αφορούν το κράτος δικαίου, την ποιότητα και διαφάνεια των θεσμών, αλλά και την περιφρόνηση της κοινωνίας με τους αβάσιμους δικαιωματισμούς.
Το «ευρύ μεταρρυθμιστικό ρεύμα» του «Μένουμε Ευρώπη», δεν ταυτίζεται με τη νεοφιλελεύθερη Φον, ούτε με τη ρήξη πολιτιστικής και κοινωνικής ταυτότητας που επιχειρείται στην Ευρώπη και τη χώρα μας, που βλέπει ως μεταρρυθμιστικό εμπόδιο την «τυραννίας της πλειοψηφίας». Στο παρελθόν, η διαφθορά ως χρήση εξουσίας, οδηγούσε στην ταύτιση του κρατικού μηχανισμού με τον κομματικό. Ούτε ο Ανδρέας δεν μπορούσε να ελέγξει το κόμμα.
Σήμερα ο κομματικός μηχανισμός και η λογοδοσία σ’ αυτόν είναι ανύπαρκτα. Τα πάντα περιφέρονται γύρω από το Μαξίμου, με το κόμμα να συμπυκνώνει ένα πλουραλισμό χειροκροτητών. Ο κυνισμός και η αλαζονεία των κυβερνητικών ελίτ, η συνήθης διαστρέβλωση στα μέσα ενημέρωσης και η ανασφαλής καθημερινότητα, επιφέρουν μια κοινωνική οχλαγωγία, ως μια γενικότερη κατάρρευση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Οι αποτυχίες αυτές αναδεικνύουν το παράδοξο των ριζοσπαστικών σχηματισμών, τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά, να αναζητούν περισσότερη δημοκρατία. Μπορεί λοιπόν ο εθνάρχης Καραμανλής να συνεργάστηκε με κορυφαίες φιλελεύθερες προσωπικότητες, οδηγώντας τη χώρα χωρίς περιπέτειες στο δρόμο της Δημοκρατίας, εντούτοις ουδέποτε απώλεσε το δεξιό – συντηρητικό ταπεραμέντο, ακόμη κι όταν αποχώρησε από το ΝΑΤΟ. Τα συντηρητικά κόμματα άλλωστε υπήρξαν άγκυρες Δημοκρατίας μετά τον Β.Π.Π.