«Χρειάζεται μια ακόμη γενιά μέχρις ότου οι Έλληνες βρεθούν στην ίδια θέση όπως και πριν την κρίση. “Από το 2008 η χώρα έχει απολέσει το 1/3 της οικονομικής της ισχύος, σήμερα 1 στους 4 νέους είναι δηλωμένος άνεργος”».
Για όσους βρισκόμαστε στην ηλικία άνω των 40 και δεν κατάλαβαν τι λέει η έκθεση, θα το πω με απλά λόγια: Μια ολόκληρη γενιά, που μπορεί να είναι τα παιδιά μας, καταδικάστηκαν από τη δική μας αφροσύνη, από τα δικά μας λάθη και από την δική μας αδυναμία, ως πολίτες ή πολιτικοί να δώσουμε λύση στα προβλήματα που εμείς δημιουργήσαμε.
Η παραδοχή αυτή δεν αποτελεί κάποιου είδους αυτοκριτική, αλλά μια επισήμανση η οποία στηρίζεται στην κοινή λογική.
Κι ερχόμαστε σήμερα, μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια αιματηρής λιτότητας, να σχεδιάσουμε ένα μέλλον το οποίο δεν έχει φως. Δεν έχει ελπίδα, μιας και η ελπίδα που υποσχόταν ο σημερινός πρωθυπουργός συνθλίφτηκε κάτω από το βάρος των ψεμάτων που είπε προκειμένου να κατακτήσει την εξουσία.
Λίγες ημέρες πριν από την 15η Νοεμβρίου, ημερομηνία που οι δανειστές μας έχουν θέσει ως όριο για την κάλυψη των προαπαιτουμένων που θα οδηγήσουν στην εκταμίευση της δόσης των 10 δις ευρώ, βλέπουμε την κυβέρνηση μιας γιαλατζί Αριστεράς να εξομοιώνεται πλήρως με εκείνους που πέρσι τέτοια εποχή κατηγορούσε ότι ως μόνη πολιτική έχουν την επιβολή φόρων.
Και η κυβέρνηση Τσίπρα αποδεικνύεται «μια από τα ίδια» φορτώνοντας την ανικανότητά της να εκφράσει μια διαφορετική πολιτική, στις πλάτες των Ελλήνων φορολογουμένων και ιδιαίτερα των μισθωτών, των συνταξιούχων αλλά και των συνεπών ελευθέρων επαγγελματιών.
Καμία διαφορετική πρόταση. Καμία νέα ιδέα. Όχι απλώς μια από τα ίδια αλλά από τα χειρότερα των χειροτέρων ίδια, αφού η κυβέρνηση Τσίπρα ακολουθεί πιστά τα χνάρια της πρώτης μνημονιακής κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, επιβάλλοντας συνεχώς νέους φόρους και περικόπτοντας τις ήδη κατακρεουργημένες συντάξεις.
Μιλάνε για το πρόβλημα στο ασφαλιστικό και το περιορίζουν στα εργασιακά. Και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι το ασφαλιστικό μπορεί να λυθεί μόνο αν αυξηθούν οι τροφοδότες του συστήματος με εισφορές, δηλαδή οι εργαζόμενοι.
Δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών θα εντείνει το πρόβλημα καθώς οι αυξημένες εργοδοτικές εισφορές είναι προσδοκούμενα έσοδα που ίσως, λόγω πτώχευσης επιχειρήσεων, να μη εισπραχθούν ποτέ, ενώ αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για επενδύσεις αφού καθιστούν πιο ακριβή την εργασία.
Το ίδιος συμβαίνει και με τους φόρους. Όσο πιο υψηλή είναι η φορολόγηση για μια επιχείρηση και δεν υπάρχει σταθερό φορολογικό σύστημα, τόσο αποτρέπονται οι επενδύσεις στη χώρα. Και όσο πιο υψηλή είναι η φορολογία για επιχειρήσεις ή ακόμη και για ιδιώτες, τόσο πιο ελκυστικό είναι το ρίσκο για τη φοροδιαφυγή.
Αν δεν μειωθεί η φορολογία, αν δεν υπάρξει σταθερό φορολογικό σύστημα για μια τουλάχιστον πενταετία, αν δεν γίνουν πιο φθηνές οι ασφαλιστικές εισφορές, όσα κίνητρα και να δοθούν (που μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κανένα) επιχειρήσεις δεν πρόκειται να έλθουν στην Ελλάδα και επενδύσεις δεν πρόκειται να υπάρξουν. Ιδιαίτερα αφού στον περίγυρό μας υπάρχουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κύπρος, με υποπολλαπλάσιο κόστος στη φορολόγηση, που φθάνει έως και στο 10% τη στιγμή που το αντίστοιχο κόστος στη χώρα μας ξεπερνά το 50%.
Και αν δεν γίνουν επενδύσεις, δεν θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, που σημαίνει ότι δεν θα αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων που τροφοδοτούν με εισφορές (οι ίδιοι και οι εργοδότες τους) το ασφαλιστικό σύστημα, που σημαίνει πως όποια μέτρα κι αν λάβει η παρούσα ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, λύση δεν θα υπάρξει.
Αν υπήρχε κοινή λογική στην άσκηση πολιτικής, θεωρητικά θα μπορούσαν να ενισχυθούν οι περίπου 600.000 επιχειρήσεις που υπάρχουν στη χώρα για να προσλάβουν η κάθε μια από έναν εργαζόμενο. Αυτομάτως τότε η ανεργία θα έπεφτε στο μισό… και οι ασφαλιστικές εισφορές θα αυξάνοντο εντυπωσιακά. Αλλά αυτό, όπως είπαμε, θεωρητικά, αφού καμία κυβέρνηση δεν παίρνει εκείνα τα μέτρα και δεν δίνει τα κίνητρα που πρέπει για να συμβεί κάτι τέτοιο.
Ένα κόμμα που υποστηρίζει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος πλην της συνεχούς και άδικης φορολόγησης, θα έπρεπε να στείλει τον πρωθυπουργό της χώρας στις Βρυξέλλες και αντί να κάνει τα τερτίπια που έκανε ο κ. Βαρουφάκης χρεώνοντας τη χώρα με επί πλέον 86 δις ευρώ, θα έπρεπε να ζητήσει από τους δανειστές πάγωμα όλων των χρεών της χώρας για πέντε χρόνια. Απαλλαγμένη μια κυβέρνηση από τις ανάγκες αποπληρωμής χρεών για πέντε χρόνια τα χρήματα (χρεολύσια και τόκοι για την επόμενη πενταετία είναι 76,717 δις ευρώ), θα δεσμευόταν τα χρήματα αυτά να τα επενδύσει ή να ενισχύσει επενδύσεις που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας. Άρα περισσότεροι πολίτες θα πλήρωνα ασφαλιστικές εισφορές και περισσότερο χρήμα θα καταναλωνόταν στην αγορά, που σημαίνει ότι θα είχε περισσότερα εισοδήματα να φορολογήσει και εργαζομένων αλλά και ελευθέρων επαγγελματικών κι επιχειρήσεων. Άρα θα έμπαιναν περισσότερα χρήματα στα ταμεία του κράτους, που σημαίνει περισσότερα δημόσια έσοδα. Για να αντιμετωπισθεί δε η αυξημένη ανάγκη κατανάλωσης θα αυξανόταν η παραγωγή (εφ’ όσον ενισχύετο η παραγωγική διαδικασία και όχι οι εισαγωγές) και θα αυξανόταν το ΑΕΠ, άρα το κλάσμα που καθορίζει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα άλλαζε και δεν θα έφθανε το 245% το 2022, όπως προβλέπει η έκθεση της prognos, αντιθέτως η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα μειωνόταν εντυπωσιακά.
Κι αυτό χωρίς να συνυπολογίζει κανείς το κλίμα που θα δημιουργείτο για επενδυτικές ευκαιρίες από μια τέτοια πολιτική.
Θα πει κανείς ότι «καλά όλα αυτά» αλλά δεν γίνονται. Προσωπικά πιστεύω ότι ίσως ήταν προτιμότερο να διεκδικούμε κάτι τέτοιο παρά να παρακαλάμε για «κούρεμα» του χρέους.
Ωστόσο και μια απομείωση του χρέους αν πετύχουμε με μετάθεσή του σε βάθος χρόνου, αν δεν ακολουθήσουμε μια ανάλογη πολιτική μείωσης των φορολογικών βαρών σε επιχειρήσεις και ιδιώτες ώστε το κράτος να λαμβάνει λίγα από πολλούς παρά πολλά από λίγους, το κλίμα δεν θα αλλάξει και δεν θα επιτύχουμε τίποτα. Αντιθέτως θα επιβεβαιώσουμε το συμπέρασμα της έκθεσης της εταιρείας Prognos ότι με τη σημερινή πολιτική κι εφόσον δεν υπάρξει ευμετάβλητη κατάσταση στη χώρα ή στον περίγυρό της, η Ελλάδα θα επανέλθει στο προ κρίσης βιοτικό επίπεδο το 2034.
Η τύχη της Ελλάδος είναι στα χέρια πολιτικών που ασκούν πολιτικές που οδηγούν στην ηθική ήττα της κοινωνίας, στην εξαθλίωσή της και στην καταστροφή μιας ολόκληρης γενιάς. Ως πότε θα το ανεχόμαστε;